Πάντα μου άρεσε που μίλαγε η μητέρα
και με φιλούσε μες στη νύχτα σταυρωτά.
Κρεμούσε μι άνοιξη στο τώρα και στο πέρα.
Σάβανα πούλαγε στη μαύρη αγορά.
Μα και ο Αύγουστος της έπεφτε βαρύς.
Μοιρολογούσανε οι δούλοι κι ήταν δούλοι.
Μεσουρανούσε μόνο ο ήλιος ευτυχής!
γιατί μας είπες, πως στην είπανε μισή!
Είχα αγνοούμενο, σοφό στη γεωγραφία
που ΄ξερε πάντα για ένα ολάκερο νησί!
λες πως ραγίζει το γυαλί και δυστυχείς.
Ο εαυτός σου αναγνωρίζει κάποιον κλέφτη
που ισορροπεί στης άκρες πράσινης γραμμής.
Έκρυβε δάκρυα πριν πέσουν στα ρηχά.
Κάπου στο βάθος η φιγούρα του πατέρα
που κράταγε μία πατρίδα αγκαλιά.
και αν σου μάθαν, σου την έμαθαν μισή.
Δες στη γωνιά παραμονεύει η ανδρεία
τόσων αμούστακων που η μοίρα τους κοινή!
Σε μια γωνιά είναι το κλάμα μου θηλιά.
Τη λύτρωσή ενός λαού και γω προσμένω
Γι αυτό αν δεν ξέρεις καλύτερα σιωπά.