Πέμπτη 12 Αυγούστου 2021

Άνθρωπος πρώτα ή ποιητής; Ποιος κρατά τα σκήπτρα; (Ποιητική Συλλογή: Με τα μάτια των άλλων) /Δημήτριος Γκόγκας

 



[1]
Αν θέλει, τι να πει ο ποιητής,
παραλείπει τα αποσιωπητικά.
Εμπόδια είναι.
Πλην της στιγμής που μεταναστεύει!
 
[2]
 
Επάγγελμα ποιητής;
Γέλασε.
Κατηγορήθηκε πολλάκις ως βιαστής λέξεων.
Καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών.                   
Θάνατος μαζί με τις λέξεις.
Δήλωσε αθώος!
Καίγεται στην κόλαση.
 
[3]
 
Ήταν μέτριος, σεμνός ποιητής.
Έτσι τον θυμούνται οι περισσότεροι
στο καφέ της πλατείας
όπου γλεντοκοπούσαν οι διανοούμενοι
κι άλλα λεβεντόπαιδα της τέχνης.
Όταν σιωπούσε, ένα πουλί κελαηδούσε.
Όταν απήγγειλε, σιωπούσε η φύση.
Όταν πέθανε, έβρεξε λάσπη.
 
[4]
 
Τον παρότρυναν ν΄ αυτοκτονήσει,
μπήγοντας το μαχαίρι στη πλάτη του.
Μα όσο κι αν προσπαθούσε, αποτύγχανε.
Έτσι το κάρφωσε στη καρδιά του.
 
[5]
 
Ποτέ μου δεν κατάλαβα,
γιατί καθότανε πάνω στο λευκό μάρμαρο ενός τάφου.
Του τάφου του!
 
[6]
 
Όταν μου μιλούν,
δεν ακούω,
δεν απαντώ,
σιωπώ.
Ζω στο σώμα μου.
Είμαι Ποιητής!
 
[7]
 
Πόρνη λέξη!
Α - λιθοβόλητη.
Του ζήτησε συγνώμη.
Αφαίρεση, πρόσθεση.
Χώμα και νερό.
Πράξεις της γέννησης.
Ιδού ο ποιητής!
 
[8]
 
Μαντάρει το εργόχειρο.
Θηλιές ανθρώπων.
Δάκτυλο - δεικτούμενοι.
Ο μόνος αθώος αυτός!
 
[9]
 
Κλείστηκε στο θαμπό των βλεφάρων.
Να ονειρευτεί αδύνατο.
Μόνο στην ηρεμία του κενού.
Ποθεί,
θα υποστήριζε,
ως μια ανείπωτη ηδονή,
τη σύνθεση του ωραιότατου στίχου.
 
[10]
 
Γράφει, γράφει, γράφει,
και σκέφτεται την απογοήτευση
στο βλέμμα των κληρονόμων.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ποιήσεις!

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2016 από τις εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ

 


ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
 
Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!
 
**
ΜΟΝΑΞΙΑ
 
Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα,
για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες  πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες,  να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:
«Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»
 
***
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
 
Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες  πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
 
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄  την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις, 
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
 
****
ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
 
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: «ήταν το θέλημά της…»
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,
 
ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
 
******
ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη, 
χρέη φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας .
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και εργάτριες
σκυφτές  από τους πόνους της μέσης
λίγες μπροστά στα τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς.
Ύφαιναν την λύπη
κένταγαν το χρέος
βελόνιαζαν τις πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της,
Στην τύχη της,
Στον χρόνο της,
Στην ζωή της.
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
να δώσει το φιλί της.
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό
πάλι πίσω.
Tο πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
 
*******
ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ
 
 
Χιόνι
 
Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, 
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. 
Καίει ότι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.
 
 
 
Βροχή
 
Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.
 
Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα,
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.
 
 
 
Ιδρώτας
 
Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες : Με το παραπάνω
και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.
 
 
 
Γάλα
 
Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια ,
καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.
 
 
 
Αίμα
 
Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δένδρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,
το αίμα  μας να πιούνε.
 
 
 
********
 
ΦΟΒΟΣ
 
 
Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;
 
*********
 
 
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
 
 
Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα
 
Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.
 
Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.
 
**********
 
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ
 
 
Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.
 
Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;
 
Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.
 
Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.
 
Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.
 
Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.
 
Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;

Την ποιητική συλλογή μπορεί να την αναγνώσει αλλά και να την κατεβάσει για το αρχείο του ο καθένας από την διεύθυνση: https://issuu.com/lewnidasskylitzhs/docs/wraria-epistrofwn

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Αζιμούθιο ...μια ιστορία του Δημητρίου Γκόγκα

 


Τρίτη Βράδυ. Νυχτερινή άσκηση Είχαμε ντυθεί ως αστακοί, τα σακίδια γεμάτα  με τις καραβάνες, τη πετσέτα, το αδιάβροχο. Το Μ1 στους ώμους σε  κατακόρυφη θέση, αλλοίμονο σε εκείνους που για κάποιο λόγο του ςξέφευγε λιγάκι, φωνές, σύνταξη.  Μπήκαμε ως  διμοιρία σε δυάδες Μπροστά οι βαθμοφόροι και πίσω σε μια σειρά οι υπόλοιποι συμμαθητές.

Δεν κάναμε ούτε εκατό βήματα έξω από  το κτίριο της σχολής και άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Ήταν κάτι που το απευχόμασταν. Όχι γιατί φοβόμασταν το νερό, κάθε άλλο, θα ξέπλενε και εμάς, θα ξέπλενε και τον φοβικό μικρό κόσμο μας. Πήραμε διαταγή να σταματήσουμε, ο Διμοιρίτης είχε ήδη σηκώσει το χέρι και αραδιαστήκαμε στα δεξιά και τα αριστερά του δρόμου. Ανοίξαμε τα αδιάβροχα, τα αφορέσαμε και για κάποια ώρα αισθανόμασταν άνετοι απέναντι στη βροχή. Μέχρι που το νερό είχε αρχίσει την απέλασή του Μπάτσιζε το πρόσωπο, ως απρόσκλητος επισκέπτης εισχωρούσε κάτω από το αδιάβροχο και ύγραινε πρώτα τη στολή και ύστερα βαθύτερα το κορμί και τα κόκκαλα. Κάπου – κάπου περνούσε  μέσα από τον έρημο δρόμο και τη σιωπή του  ακριανού τσιμεντόδρομου της πόλης κάποιο αμάξι. Άνοιγε το παράθυρο ο οδηγός, φώναζε  τη γνωστή φράση «ψαρούκλες» και συνεχίζαμε.

Τη νύχτα εκείνη κινηθήκαμε στις κορυφογραμμές των ανωνύμων λόφων. Ανώνυμοι μπορεί να λέγονταν αλλά για εμάς είχαν ήδη ονόματα. Α, Β, Γ. Σαν να μαθαίναμε την αλφαβήτα, στα 18μας χρόνια. Είχαμε κάνει ήδη τη μισή διαδρομή, ήμουν στην κορυφή του ενός ζυγού και ακούω τη σκληρή φωνή του Διμοιρίτη. «Γκόγκας, ξέρεις τι είναι αζιμούθιο» «Μάλιστα κύριε υπολοχαγέ» φώναξα με όση δύναμη είχα. «Δεν άκουσα ρε ψάρακα» είπε πάλι. «Μάλιστα κύριε Υπολοχαγέ» φώναξα με όλη τη δύναμη που μου είχε απομείνει. «Αζιμούθιο είναι η δεξιόστροφη γωνία που σχηματίζεται από τον μαγνητικό βορρά το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε και το σημείο στο οποίο σκοπεύουμε.»  «Κάνε λοιπόν το αζιμούθιο» με διέταξε.  Όλοι γνωρίζαμε τι σήμαινε τούτο. 

Άρχισα να περιστρέφομαι καθώς προχωρούσε η πορεία γύρω από τον εαυτό μου. Δεν πέρασε χρόνος πολύς και είχα αρχίσει να ζαλίζομαι. «Είσαι καλά ψάρακα;» «Μάλιστα κύριε λοχαγέ» Εκείνος όμως είχε καταλάβει ότι κανείς δεν ήταν καλά. Είπε σε κάποιον συμμαθητή μου να με κρατήσει μέχρι να ξεζαλιστώ, έτσι έγινε και συνεχίσαμε μέσα στη βροχή, ανάμεσα από σιωπές και φωνές,  κάτω από τους ήχους των όπλων και των ξιφολογχών τον γρήγορο περίπατό μας. Έπρεπε να σταθεροποιηθούμε στα 120 βήματα το λεπτό. Περίπου 4 χιλιόμετρα την ώρα. Τόσα χιλιόμετρα πιο κοντά στο στόχο μας. Τόσα χιλιόμετρα πιο κοντά στην ελευθερία μας.

Η καταστροφή των 36 βιβλίων


Στην βραδυνή αναφορά του Επόπτη ήμουν μπροστά εγώ..υπερήφανος μαθητής Β' και τρεις τέσσερις ακόμα συμμαθητές. Μπροστά στα πόδια μου 36 βιβλία...το ένα πάνω στο άλλο...Ένας μικρός πύργος. Αφού αναφέρθηκα     τι έχεις να πεις αρχιψαρακα άκουσα...τι να ψελλισω μπροστά σε τούτο τον κρητικό λοχαγό τι να πω....Δεν θα μιλήσεις Δημητράκη μου είπε πάλι...δεν θα μου πεις γιατί είχες στο αναλόγιο σου τόσα βιβλία...αφού ξέρεις ότι απαγορεύονται...η αλήθεια είναι ότι όλοι το ξέραμε...αλλά πέραν τούτου κάποια εξωπραγματικά γεγονότα και φαινόμενα με απασχολούσαν...το τρίγωνο των Βερμούδων...η ζωή σε άλλους πλανήτες...το πείραμα της Φιλαδέλφειας και άλλα παρόμοια...Άκου μου είπε τι θα γίνει...θα μου δώσεις τα μισά να τα διαβάσω και θα κρατήσεις τα υπόλοιπα...μετά πάλι θα κάνουμε ανταλλαγή...Δεν ξέρω γιατί αλλά φοβήθηκα ότι θα έχανα τα βιβλία...αρνήθηκα αστραπιαία..ίσως ασκεφτα...ασυναίσθητα...τότε θα τα σχισεις τώρα  εδώ....θύμωσα μα ο δικός του θυμός ήτο ανώτερος...και εσχισα ένα ένα όλα τα βιβλία....ως ανταπόδοση δεν τιμωρήθηκα...μέχρι να φύγω από τη σχολή δεν διάβασα τίποτα άλλο πλην των στρατιωτικών εγχειριδίων και κανονισμων

Ανώνυμα / Δημήτριος Γκόγκας

 

Ακουγα από δίπλα κλάματα. Μου φαινότανε αδιανόητο άνδρες σχεδόν να κλαίνε κι έκλεινα και τα δικά μου μάτια μην τυχόν ξεφύγει κανένα δάκρυ και κάνει κρότο στο τσιμεντένιο δάπεδο. Την άλλη μέρα μαθαίναμε ότι κάποιος δήλωσε παραίτηση..δεν άντεχε...μα μήπως εμείς ήμασταν από ατσάλι...από πέτρα; Είχαμε όμως μια ευθύνη να υπερασπιστούμε και την αξιοπρέπεια μας..Κάνεις δεν είχε το δικαίωμα να μας στερήσει τη θέση για την οποία ματωναμε...ούτε τα αγκάθια από τα ανώνυμα Α..Β..και Γ