ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
κι ένας άρρωστος Σεπτέμβρης
με συμπτώματα γρίπης.
Ενοικιαστήριο προσωρινό
πληρώνει η ζωή μου,
σ΄ ένα αρσενικό αφιλόξενο στρατώνα.
Έστρωσε ατάκτως τα ξεραμένα φύλλα του ο μεθυσμένος μήνας, σκεπάζοντας με το κίτρινο σεντόνι του,
της γης τα εναπομείναντα ζωντανά μέρη.
Κατοίκησε έσχατος και ντροπαλός μέσα μου,
αναπάντεχα και απροσδόκητα.
Μύριζε πρώιμη βροχή, μύριζε και ξαφνικό κρύο.
Χουχούλιασα και ρίγωσα μέσα στα σιδερωμένα χακί.
Τρεις μήνες ενέχυρο, συγχρόνως και η εξόφληση.
Δειλά ο μεστωμένος ήλιος
μεγάλωνε πάνω από τα κουρεμένα κεφάλια μας,
στο αυστηρό πρωινό
κι έπαιρνε αγκομαχώντας την υπέρ ταχεία του χρόνου,
να μπολιάσει στη νοτισμένη δύση της ημέρας τα σπασμένα κομμάτια.
«Σε παρακαλώ» μέσα απ΄ τη παγερή σιωπή
και τ΄ όμοιο σκοτάδι των απογευματινών καψερών ηλιαχτίδων.
Στη βρεγμένη σιωπή,
στα μουδιασμένα χαμόγελα των νιόφερτων ανδρών,
στις πρωινές ώρες του γριπωμένου Σεπτέμβρη.
Έπιανα την βαριά καρδιά μου, μια κρύα φλούδα πεύκου ξεκολλούσε.
Αντίκριζα το ψηλό βουνό,
τόσο μικρό αυτό το βουνό με σκονισμένα κυπαρίσσια.
Η εγκυμονούσα ψυχή μου μια μικρή σημαία που γνώριζε να σωπαίνει.
Πόσες μορφές να πάρει τούτη η σιωπή.
Όσες οι σιωπές τόσοι και οι άνθρωποι.
Μετρούσα την σιωπή της ψυχής
με το δεξί δείκτη υψωμένο κάθετα στα δύο χείλη.
Δεν μπορείς να μιλήσεις.
Δεν έχεις το δικαίωμα, ούτε θα έχεις την ευκαιρία.
Μετρούσα τα βήματα των άλλων,
διαιρούσα κι έβγαζα τα δικά μου στο πηλίκο.
Επιτραπέζιο παιχνίδι στην αχανή αρένα
καθώς έβλεπα την αλλαγή φρουράς.
Μπροστά σκυφτός ο γέρος Δεκανέας, νέος γερασμένος χρόνος.
Άχρονος διαμελιστής σκοπών, ταχυδρόμος όπλων και φυσιγγίων.
Πέφτανε στάλες, ο σκουριασμένος τσίγκος τις σιγοντάριζε.
Και πάλι εν δυο, ψηλά το ακούραστο χέρι, ίσιο το ακοίμητο όπλο, δυνατά το σταθερό πόδι.
Γυναίκα απάτη η διαρκής βροχή.
Πάλευε, ερωτοτροπώντας με το ξερό, ουδέτερο χώμα.
Αναζήτηση.
Εγώ,
το άπλετο στενάχωρο εγώ, στο άνετο εμείς,
περίμενα απ΄ ώρα σε ώρα να σταματήσει
παίρνοντας τον δρόμο της ξενιτειάς
του αποχωρισμού, του Χειμώνα και της Άνοιξης. Τόσο θα διαρκούσε το ταξίδι αυτό στον πακτωλό ποταμό. Οκτώ μήνες και τρεις εποχές.
Πικροδάφνες πότιζαν οι μικρές και μεγάλες στάλες!
Μάνα ορφανή, καλή μου μάνα, πως στέκεσαι έτσι;
Μην καίγεσαι έτσι, κομμένη καλαμιά του κάμπου.
Στην μέση του κύκλου χορεύουν αντάμα,
Ο γκρίζος ουρανός καΙ η ετοιμόγεννη γη.
Μάχονται εντός μου.
Κούφιο πικραμύγδαλο η ειρήνη και ένας λάγνος πόλεμος κοχλάζουν μέσα μου. Σύνθεση παράταιρη στα τραπέζια των λαών του κόσμου.
Ξερό, ετοιμόρροπο λαρύγγι να σπάσει.
Μια πλίθινη πηγή από έρημο στην έρημο.
Στέγνωσε από την αιώνια ανομβρία των λέξεων.
Πώς να ξεδιψάσω από το άνυδρο των χρόνων;
Τα αγιάτρευτα ερωτήματα μικτά μουσκεύουνε,
Πέφτουν από τις χαλασμένες ράγες των αρχαίων συρμών.
Οι επιταγές ανεξαργύρωτες με σκουριασμένες άγκυρες
Οπλισμένες περίτρανα και θανάσιμα.
Στενάζουν οι μολυσμένοι κοριοί.
Μικρές παγίδες, αλώνουνε το μισοφαγωμένο στρώμα.
Ο θεός μας έστειλε την φθινοπωρινή καταιγίδα.
Η αποδιωγμένη σιωπή μας, σταμάτησε με το αυστηρό αλτ του Δεκανέα.
Είχε τελειώσει η αλλαγή των δειλινών σκοπών.
Ο ήχος λόξιγκας μιας σταγόνας στο τσίγκο.
Χνώτο ζωγραφιστό πάνω στο λερωμένο τζάμι.
Τα θηκάρια είχαν γεμίσει από λάμες και σκέψεις.
Απλώσαμε τα κουρασμένα σώματα, στα μουχλιασμένα στρώματα, μουχλιάσαμε αμέσως και εμείς.
Το άνετο εμείς και το αγχωμένο εγώ!
Οι αεικίνητες φιγούρες κλαμένων γυναικών ξυπνήσανε,
Μέσα στα χιαστί πλέγματα των στεναγμών και των σιδερένιων κρεβατιών.
Βλέπαμε τους δρόμους της ζωής από δω.
Φταίει η δυνατή βροχή, ο μαύρος βαρύς ουρανός;
Οι φάλτσες ανδρικές φωνές από τους διπλανούς θαλάμους,
Μακρινά μοιρολόγια, μιμήσεις νεκρικών ακολουθιών
Που αψηφούν – λένε υστερικά-τον θάνατο,
Όταν παίρνει τα όνειρά μας στο παρόν και υποδαυλίζει το εμπρός.
Κόπασε επιτέλους η βροχή,
Το χέρι άπλωσε δυο στάλες δροσιά στα κουρεμένα μαλλιά.
Κόπασε και η σιωπή.