Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 15 Δεκεμβρίου 2003 (13: 36 Ώρα Καμπούλ)


Διάλογος στον δρόμο της Καμπούλ (Αφγανιστάν)


Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ

-          Τι με ρωτάς γυναίκα.
     Ποιος με όρισε ρυθμιστή των ψυχών σου;
     Των παραλογισμών σου;
     Σου απαντώ με έπαρση ορθώς.
     Εγώ κοιτώ και απαντώ: Κανείςπαρ΄ εκτός ο λογιστής των
     μερτικών σου.
     Είσαι στο τέλος μια θηλιά,
     μια ανεκπλήρωτη γραφή των διαθηκών σου!
     Ποιος λέει (πες το χωρίς σκέψη)
     Το μαντήλι, μπούρκα έχω μάθει πως το λεν, γυναίκα θα το ρίξεις;
     Σταμάτα, έχουν το χρώμα τ΄ ουρανού τα μάτια που δεν βλέπω;
     Μήπως σκληρός ο ήλιος που λογά, τ΄ αυλακωμένο  πρόσωπο,
     στο χρόνο μη το δείξεις;
    
-          Είναι πληγή ο χρόνος και μετρά, πάντα με λάθη και κινά.
-          Είναι καιρός να λυτρωθείς, τον ήλιο να αγγίξεις.
     Τέλος ποιος την συννεφιά σου λέειδιάλυσε την;

    -Μα η συννεφιά;  του απαντά χωρίς να απαντά (σταμάτα τσάκισέ την)
 
   -Ο ήλιος,
     Είπα! ο ήλιος είν΄ σκληρός. Κι άμε γυναίκα να κρυφτείς.
   -Γιατί το κάνειςΘα νοιαστείς; Εδώ δεν νοιάστηκε κανείς!
   -Λένε πως πιάνεις χώμα το ζουπάς και βγάνεις νάμα;
   -Πάω γυμνότερη ως την σπηλιά του μεταξιού και ανάβω τάμα.
     Εσύ τι θέλεις,  τι λογάς κοψο-μεσής του δρόμου;
   -Να πάρω γεύση από το στόμα ενός εντόμου!


Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

ΜΕΡΑ ΜΟΥ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 

15 Νοεμβρίου 2002

 




Της αγά
πης έμαθα τον λαβύρινθο.
Φυλλωσιές αδρόσιστες στο πυρόξανθο.
Αμαρτία είμαι εγώ.
Μια στιγμή!
Να σιωπήσω!
Τον ομφάλιο της γης μην αφήσω.
Μέρα μουπαρθένα.
Αγέννητη.





Στου Αι Δημήτρη τη χρονιάμέρα μέθυσα.
Στα κλειστά της ξενιτιάς,  αιμορράγησα.
Και ο κτύπος της καρδιάς
Σαν χαλάζι,
μ΄ ένα νύχι γυάλινο,
με χαράζει.
Μέρα μουαγνή.
Αγέννητη.

Μες της γης τα σωθικάλάβα ντύθηκα
Πέρασα απ’ της πηγήςμα δεν πλύθηκα.
Ζειαπρόσμενα η ψυχή.
Φτερουγίζει.
Η ζωήμια ρωγμή.
Με ακοντίζει.
Μέρα μου, μητέρα.
Αγέννητη.

 

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

                                                                                                                     1η Νοέμβρη 2003



Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ανεμοδείκτες οι σκέψεις λαχταρούν να φτάσουν στο τέρμα.
Στη άγνωστη Δύση θα κοπεί το νήμα.
Στης ανατολής τα μέρη θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο.
Μυστήριο με τη βολίδα έτοιμη να σκάσει εντός των λέξεων.
Θρύψαλα οι φθόγγοι και οι γραφές.  
Θα τουφεκίσουμε τον πόλεμο, γιατί έχουμε έφεση στο Θάνατο, εμείς!
Ο πόλεμος θα πεθάνει μαζί μας!

Και τραγουδώντας και τραγουδώντας, όλοι μαζί,
κάτω από το φως του ουρανού μας. 
Είναι ωραία μέρα να πεθάνει κανείς!

Πανηγύρι ο θάνατος.
Σαν απλώνει το σκεπασμένο με τα δρεπάνι χέρι του
του κλείνουμε πονηρά το μάτι. 
(η καημένη  Καμπούλ ήτανε μακριά ακόμα)

Που ξεκινούν και πάνε; 
Ρωτάνε περίεργα περιπατητές 
στα μονοπάτια που διαβαίνουν τις ιτιές και τα κυπαρίσσια,
Τόσα αμούστακα παιδιά και άφοβοι άνδρες;
Στήνει γάμο και χαρά ο  πόλεμος;

Κι αυτός ο πόλεμος;
Τι νεκρική σιγή το πανηγύρι του.
Τι νεκρική σιγήστο «προσοχή» η σιγή του θανάτου!

Αντίο λοιπόν μην ξεχάσω να πω.
Αντίο δρόμοι,
Που περπάτησα,
Που έκλαψα,
Που πόνεσα.
Αντίο και πάνω σας ξόδεψα
Τόσες πατούσες υποδημάτων.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Ερωτήσεις / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ



Κίτρινο βαθύ Φθινόπωρο
κι ένας άρρωστος Σεπτέμβρης 
με συμπτώματα γρίπης.
Ενοικιαστήριο προσωρινό 
πληρώνει η ζωή μου,
σ΄ ένα αρσενικό αφιλόξενο στρατώνα. 
Έστρωσε ατάκτως τα ξεραμένα φύλλα του ο μεθυσμένος μήνας, σκεπάζοντας με το κίτρινο σεντόνι του,
της γης τα εναπομείναντα ζωντανά μέρη.
Κατοίκησε έσχατος και ντροπαλός μέσα μου,
αναπάντεχα και απροσδόκητα.
Μύριζε πρώιμη βροχή, μύριζε και ξαφνικό κρύο.
Χουχούλιασα και ρίγωσα μέσα στα σιδερωμένα χακί.
Τρεις μήνες ενέχυρο, συγχρόνως και η εξόφληση.

Δειλά ο μεστωμένος ήλιος
μεγάλωνε πάνω από τα κουρεμένα κεφάλια μας,
στο αυστηρό πρωινό
κι έπαιρνε αγκομαχώντας την υπέρ ταχεία του χρόνου,
να μπολιάσει στη νοτισμένη δύση της ημέρας τα σπασμένα κομμάτια.
«Σε παρακαλώ» μέσα απ΄ τη παγερή σιωπή
και τ΄ όμοιο σκοτάδι των απογευματινών καψερών ηλιαχτίδων.
Στη βρεγμένη σιωπή,
στα μουδιασμένα χαμόγελα των νιόφερτων ανδρών,
στις πρωινές ώρες του γριπωμένου Σεπτέμβρη.

Έπιανα την βαριά καρδιά μουμια κρύα φλούδα πεύκου ξεκολλούσε.
Αντίκριζα το ψηλό βουνό,
τόσο μικρό αυτό το βουνό με σκονισμένα κυπαρίσσια.
Η εγκυμονούσα ψυχή μου μια μικρή σημαία που γνώριζε να σωπαίνει.
Πόσες μορφές να πάρει τούτη η σιωπή.
Όσες οι σιωπές τόσοι και οι άνθρωποι.
Μετρούσα την σιωπή της ψυχής
με το δεξί δείκτη υψωμένο κάθετα στα δύο χείλη.
Δεν μπορείς να μιλήσεις.
Δεν έχεις το δικαίωμα, ούτε θα έχεις την ευκαιρία.   
Μετρούσα τα βήματα των άλλων,
διαιρούσα κι έβγαζα τα δικά μου στο πηλίκο.
Επιτραπέζιο παιχνίδι στην αχανή αρένα
καθώς έβλεπα την αλλαγή φρουράς.
Μπροστά σκυφτός ο γέρος Δεκανέας, νέος γερασμένος χρόνος.
Άχρονος διαμελιστής σκοπών, ταχυδρόμος όπλων και φυσιγγίων.
Πέφτανε στάλεςο σκουριασμένος τσίγκος  τις σιγοντάριζε.
Και πάλι εν δυο, ψηλά το ακούραστο χέρι, ίσιο το ακοίμητο όπλο, δυνατά το σταθερό πόδι.
Γυναίκα απάτη η διαρκής βροχή.
Πάλευε, ερωτοτροπώντας με το ξερό, ουδέτερο χώμα.
Αναζήτηση.

Εγώ, 
το άπλετο στενάχωρο εγώ, στο άνετο εμείς,
περίμενα απ΄ ώρα σε ώρα να σταματήσει
παίρνοντας τον δρόμο της ξενιτειάς
του αποχωρισμούτου Χειμώνα και της Άνοιξης. Τόσο θα διαρκούσε το ταξίδι αυτό στον πακτωλό ποταμό. Οκτώ μήνες και τρεις εποχές.


Πικροδάφνες πότιζαν οι μικρές και μεγάλες στάλες!

Μάνα ορφανήκαλή μου μάναπως στέκεσαι έτσι;
Μην καίγεσαι έτσικομμένη καλαμιά του κάμπου.

Στην μέση του κύκλου χορεύουν αντάμα,
Ο γκρίζος ουρανός καΙ η ετοιμόγεννη γη.
Μάχονται εντός μου

Κούφιο πικραμύγδαλο η ειρήνη και ένας λάγνος πόλεμος κοχλάζουν μέσα μου. Σύνθεση παράταιρη στα τραπέζια των λαών του κόσμου.
Ξερό, ετοιμόρροπο λαρύγγι να σπάσει.
Μια πλίθινη πηγή από έρημο στην έρημο.
Στέγνωσε από την αιώνια ανομβρία των λέξεων.
Πώς να ξεδιψάσω από το άνυδρο των χρόνων;
Τα αγιάτρευτα ερωτήματα μικτά μουσκεύουνε,
Πέφτουν από τις χαλασμένες ράγες των αρχαίων συρμών.
Οι επιταγές ανεξαργύρωτες με σκουριασμένες άγκυρες
Οπλισμένες περίτρανα και θανάσιμα.

Στενάζουν οι μολυσμένοι κοριοί.
Μικρές παγίδεςαλώνουνε το μισοφαγωμένο στρώμα.

Ο θεός μας έστειλε την φθινοπωρινή καταιγίδα.
Η αποδιωγμένη σιωπή μας, σταμάτησε με το αυστηρό αλτ του Δεκανέα.
Είχε τελειώσει η αλλαγή των δειλινών σκοπών.
Ο ήχος λόξιγκας μιας σταγόνας στο τσίγκο.
Χνώτο ζωγραφιστό πάνω στο λερωμένο τζάμι.
Τα θηκάρια είχαν γεμίσει από λάμες και σκέψεις.
Απλώσαμε τα κουρασμένα σώματα, στα μουχλιασμένα στρώματα, μουχλιάσαμε αμέσως και εμείς.
Το άνετο εμείς και το αγχωμένο εγώ!

Οι αεικίνητες φιγούρες κλαμένων γυναικών ξυπνήσανε,
Μέσα στα χιαστί πλέγματα των στεναγμών και των σιδερένιων κρεβατιών.
Βλέπαμε τους δρόμους της ζωής από δω.
Φταίει η δυνατή βροχήο μαύρος βαρύς ουρανός;
Οι φάλτσες ανδρικές φωνές από τους διπλανούς θαλάμους,
Μακρινά μοιρολόγια, μιμήσεις νεκρικών ακολουθιών
Που αψηφούν – λένε υστερικά-τον θάνατο,
Όταν παίρνει τα όνειρά μας στο παρόν και υποδαυλίζει το εμπρός.

Κόπασε επιτέλους η βροχή,
Το χέρι άπλωσε δυο στάλες δροσιά στα κουρεμένα μαλλιά.
Κόπασε και η σιωπή.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

ΕΠΙΛΟΓΟΣ / Το τελευταίο ποίημα της ποιητικής συλλογής : ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ




Τέλος Ιούνη 2003

--Καθώς γεννιότανε ο θεός,
                                                Ποιητή μου τι είδες;

--Σταυρωμένους λαούς,  στ΄ ουρανού τις τσιμπίδες.

-Καθώς γελούσε το παιδί,
                                               γράψε ποιητή μουτι είπες;

--Είπαχαρές θα σκοντάφτουνε στο σεργιάνι
                                     κι οι λύπες θα κερνούν την οικουμένη.

-Καθώς πονούσε ο θεόςποιητή μου,
                                     Πες μας τι απομένει;

-Δάκρυ που στάζει στην άκρια της γης
                                    κι αναβλύζει ως μύρο απ΄ το ασκί της ζωής.