και συμπεριλήφθησαν στην Ανθολογία που κυκλοφόρησε με ακόμα δύο ποιήματα από τον κάθε ποιητή. Στη σελίδα αυτή παραθέτω τα 5 ποιήματά μου.
ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΥΣ, ΧΩΡΙΣ ΟΝΕΙΡΑ
Κι έρχονται οι μέρες πολύ νωρίς,
ίσα που καταλαβαίνεις τον βαρύ ερχομό τους.
Ύστερα, καθώς κυλούν χωρίς ούτε ένα κυματισμό,
λες: πέρασαν τόσο γρήγορα.
Καθώς γυρνάς από τα γερασμένα καφενεία,
στην κενή πλατεία,
-γερασμένος και συ-
τι περιμένεις πρωί, βράδυ;
Κάποια λευκά σεντόνια κρέμονται
σε ατσαλένια σύρματα στις χωμάτινες αυλές.
Αυλές που θα είναι παράδεισοι ονείρου, στο μακρινό σου
μέλλον.
Οραματίστηκες; Μα καθόλου, ούτε καν, ψελλίζεις: δεν…
Πότε- πότε πιάνεις το σώμα σου από τις άκρες των ώμων
και το τινάζεις από το μπαλκόνι χωρίς κάγκελα,
το χτυπάς με ένα ραβδί να φύγουν οι σκόνες.
Πασπαλίζουν ότι φοράς και ότι σε σκεπάζει
ακόμα και κείνη η σκιά, η ομίχλη, η αντάρα.
Και πρέπει σκέφτεσαι,
στο τόπο που αγάπησες να ναι ο ομφάλιος
δεμένος στα τσάκνα της φωλιάς
πάνω στα κεραμίδια και δεν έχει αποκολληθεί ακόμα.
Κι είναι και τούτο επικίνδυνο,
ένα ασθενικό συμβαίνει,
μια περιπέτεια ρημάτων που τρώγουν ότι τολμά κι ότι
ξεμένει πίσω.
Κι έρχονται έτσι οι μέρες, σημειωτόν και τροχάδην.
Κι είναι τελικά όραμα, ένα κομμάτι ψωμί πάνω στο τραπέζι.
Κι ένα χαμόγελο στην χωμάτινη αυλή, πίσω από τα λευκά
σεντόνια;
***
ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΣΙΩΠΗ
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι.
Τεράστιες χώρες στο μήνα Σεπτέμβρη.
Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας.
Είναι μια απέραντη
σιωπή αυτή οι λόφοι
Κι ας σπέρνουν
στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους.
Ας τινάζουν τα
φτερά τους μικρά πετούμενα
και νικιέται ο
βαθύτερος θάνατος.
Μέσα στις φοβερές
αντάρες, στις αόρατες ομίχλες
Στα χαμομήλια και
τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας.
Είναι μια απέραντη σιωπή:
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες,
το κλαδί που έσπασες,
το πρώτο πουλί που σκότωσες,
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους.
Πάνω στις ράχες αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση.
Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις
μα δώρα μουρμουράς και δεν μοιράζονται.
Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων
***
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Εσείς που γνωρίζετε πως οι νόμοι φυτρώνουν στα λούλουδα
Έχει ειπωθεί : οι νόμοι υπάρχουν στη δύναμη
Γελιέστε οι νόμοι υπάρχουν για το κράτος, εάν το κράτος
είστε εσείς.
Αν πάλι λέτε αυτή η φωνή, είναι η φωνή των νόμων
Που γίνονται από σας και για σας υπάρχουν
Τότε δώστε εξήγηση κι υπογραφή
Δώστε τον λόγο: Κτίστης κανείς δεν έγινε άρχοντας
Δώστε γραφή και νόμο: Ξυλουργός σταυρώθηκε και φαρισαίοι
βασιλεύουν
Αν πάλι είμαστε σκόνη στο άπειρο, γιατί είμαστε σκόνη;
Τινάζουμε τη σκόνη από τα ιμάτιά μας;
Δεν αντέχω άλλο, δεν ….
Θα βάψω την πόρτα μου κόκκινη.
Να, βλέπετε πως
αίμα ανθρώπων τρέχει δρομέας.
Μέσα στο κύμα του αίματος κρύβεται μια ελπίδα.
Κι εσείς που γνωρίζετε τους νόμους ελπίζετε!
Καλώς ελπίζετε πως το πόδι του δρομέα θα σηκώσει τη σκόνη
που ρίξατε.
Κι η σκόνη είστε εσείς.
Μη θωρείτε πως το αίμα σας είναι σκόνη.
Μην θωρείτε διάφορο το χρώμα του αίματος.
Και την υφή της σκόνης.
Η σκόνη – σκόνη, το αίμα κόκκινο.
Και η ελπίδα στο χρώμα του αίματος.
Μια κόκκινη σκόνη.
Και τώρα που οι μίσχοι γίνανε δρόμοι πνευμόνων,
περνούν οι αέρηδες και πνίγουν τα στήθη.
Μια σκόνη κόκκινη.
Θωρείτε τη σκόνη στις λέξεις σας.
Μέσα στις λέξεις μια ελπίδα.
Μέσα στις λέξεις οι λύκοι κι οι ύαινες.
Μέσα στη γλώσσα ένα μαχαίρι, μια πέτρινη σπάθη,
ένας πυρωμένος ήλιος, ένας άνθρωπος που πνίγεται.
Μέσα στη σκόνη ο νόμος μας.
Πριν κλείσω το ποίημα
Παράκληση του Πάσχα.
Τι πονάει περισσότερο στον κόσμο μας;
Το ακάνθινο στεφάνι, το ψέμα, η συκοφαντία, το καρφί
ή ο κουρνιαχτός που σκέπασε τους νόμους μας;
Σχετικά: https://vivliothikispartou.blogspot.com/
**
Απολέπιση
Τα
βράδια στη περιοχή του Makenzie
κυκλοφορεί
μισόγυμνος ένα αέρας τρισάθλιος και μεθυσμένος
Θα
είναι ο αέρας της ξενιτιάς σκέφτηκα
Ξετσίπωτοι
Άγγλοι τουρίστες
με
τη ζωή –έτσι λένε- κλεισμένη σ΄ ένα μπουκάλι
Όμορφα
κορίτσια θαρρείς γυμνόστηθα
Ούτε
που κρύβουν πλέον την πεθυμιά του έρωτα
Ψωνίζουν
ήλιο όσο- όσο
Και
τεμαχίζουν τη νιότη τους αργά
Στο
βάθος το γκάζι μυρίζει θάνατο
Ένα
χέρι υψώνει αντίσταση
Κι
είναι το χέρι του θύτη
Τα
θύματα φορούν τις λεοντές τους
Παρελαύνοντες
στην παραλιακή
Κι
ύστερα
Ύστερα
μην υπάρχει ο θάνατος μέσα στο φεγγάρι;
Πως
λαμποκοπά καθώς πνίγεται στα αβαθή των Φοινικούδων !
Μια
αχιβάδα- δεν υπάρχουν αχιβάδες μου λέει ο ντόπιος-
Μια
αχιβάδα σφίγγω τα δόντια μου
Κλείνει
την αγάπη μου για σένα σε μια δίφυλλη φυλακή οστράκων
και
σβήνει
Σβήνει
χάνεται
με την μεταμεσονύκτια μουσική της ξενιτιάς
Στους
δρόμους με τα αγκάθια και τις παπουτσοσυκιές που θυσιάστηκαν
για
τη βρεγμένη άμμο στα πόδια μας.
**
ΙΧΝΟΣ ΑΓΑΠΗΣ
Κάθε πρωί που σηκώνομαι αντικρύζω μια
γυναίκα
και αναφωνώ ψιθυριστά να ακούσει η καρδιά
μου
Ποιος απωθεί τη σκέψη να μην πεθάνει στην
ομορφιά της;
Μέχρι να ξυπνήσει έχω παραγγείλει στον ήλιο
καλό μεσημέρι
Έχω ανταλλάξει το κρύο με την ελπίδα
Έχω ζητήσει από τα σύννεφα ένα απαλό αεράκι
Να μπλεχτούν τα δάκτυλα στα καστανά μαλλιά
της
Και να σου θεέ μου μια θάλασσα για κείνη
Ήρεμη κι απάνεμη
Ένας μικρός όρμος να δένουν τα όνειρά μας
Τόσος παιδεμός μια κόλαση και μια ο
παράδεισος
Ξέρω πως είναι μια λύτρωση να πεθάνεις
μα είναι λαμπρή ευτυχία να ζεις και ν΄
αντικρύζεις το χαμόγελό της
Δεν είναι μια μικρή γραμμή στα χείλη της
Είναι μια λάμψη στο βλέμμα της
Μια τρομερή λάμψη
Κι είναι τρόπος λατρείας όταν το
καταλαβαίνει!
Μια φλόγα κι ένα μικρό μαγκάλι θυμιατήρι
το πρωί που αντικρύζω μια γυναίκα