Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

…άνθρωπος κι αυτός / Δημήτριος Γκόγκας

 



 

[1]

 

Έκλεισε τα μάτια του

για να εύρη γαλήνη

και δεν είδε τη θύελλα

που ερχότανε.

 

[2]

 

Κάποια στιγμή σταμάτησαν να χτίζουνε χωριά.

Όσα υπήρχαν ήσαν αρκετά

να στεγάσουν τις άνοες λαγνείες τους.

Άνθρωποι ήσαν, άνθρωπος κι αυτός.

 

[3]

 

Βαφτίστηκε οικονομικός μετανάστης στη χώρα του.

Κάθε τρεις άλλαζε πόλεις σα στέκια γωνιακά.

Στα μπαρ ήταν το νερωμένο ποτό που ξέβραζε χολή

από κοντά ποτέ δεν γνώρισε

το χέρι που έριξε αγιασμένο νερό στη κεφαλή του.

Αόριστα άκουγε πως ήταν μέρος ενός σχεδίου

χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει.

Προτιμούσε το όνομα: κανένας

που κανείς δεν του το έδωσε μα του το δείχνανε.

 

[4]

 

Να ακούς, να ακούς τους άλλους.

Είναι προτέρημα!

Μα κανείς τους δεν κατάλαβε πως ήτανε κουφός;

 

[5]

 

Κάποια στιγμή θα πρέπει να αφήσεις τη ζούγκλα στο σπίτι

Το λιοντάρι που βρυχάται στον καναπέ

Την τίγρη στη κρεβατοκάμαρα

Τις ύαινες  γύρω από το τραπέζι.

Αν δεν μπορείς γίνε καμηλοπάρδαλη

και βγάλε το κεφάλι σου από τη καμινάδα.

Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΟΜΑΔΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: ΤΕΣΣΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΑ, ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ, ΤΗΣ ΕΥΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΤΥΡΙΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΤΣΙΟΥ

 



Φιλοτιμη πραγματωση αποτελει η εκδοση τεσσαρων φιλων ομοτεχνων ποιητων που κυκλοφορησε μεσα απο την Πολιτιστικη συνεργασια με φωτογραφιες και βιογραφικα των ποιητων. Στα κειμενα τους κινειται η ανθρωπια και ο συναισθηματισμος με ποιοτητα και εντιμοτητα σε ευγενικες προαιρεσεις γονιμου επιπεδου. Η ποιητικη αυτη συνεργασια φερνει ωραια δυνατα μηνυματα λυρικου και κοινωνικου λογου μεσα απο λυρισμο και ευγενεια αισθηματων. Ειναι μια γνησια ποιητικη εργασια που ξεχωριζει και αξιζει καθε υπενθυμησης και προβολης. Και οι τεσσερις ποιητες στο έργο τους με τίτλο "Τεσσερα τεταρτα" συγκεντρωνουν μια λυρικη ποιηση με περιεχομενο των πονων, των δακρυων της συμπαντικης συλλογης της ανθρωπινης φωνης που συχνα μοιαζει με αγωνια για την πολη  η την  πατριδα μας. Και οι τεσσερις ποιητες εχουν πληρη συναισθηση της υψηλης αυτης πραγματικοτητας του δρωμενου βιου και τους τιμαει. Την συλλογη προλογιζει με λογο μεστο ο Δρ Γιωργος Κιτρομηλιδης και ο Δρ.Κωστας Κατσωνης.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Ειδικό Βραβείο ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ποίησης έτους 2020


 
ΠΡΩΙΝΕΣ ΔΑΝΕΙΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΛΟΓΟΥ

 
1.    
Ένιωθε μια πίκρα ατελείωτη στο στόμα.
Από την καρδιά της θα είχε αφετηρία, το δίχως άλλο.
Μόλις άνοιγε τα μάτια βιαζότανε να κλάψει.
Στον πρωινό καφέ αποτέλειωνε τη σκέψη της.,
«Το κλάμα έτσι είναι. Νερό που παρασέρνει τη πίκρα»
 
2.    
 
Υποσκέλισε το φόβο και βρήκε γυμνή τη λεπίδα του να λιάζεται.
«Μην τρομάξεις» του είπε.
Στον ενικό πάντα με τον εαυτό του.
Ο φόβος μια χαμένη χειμωνιάτικη ιστορία που τον ταλαιπωρούσε.
Αρρώστια του δειλινού.
Με ήλιο οι μέρες, αφύσικα ζεστές, ίσως να ήταν οι Αλκυονίδες.
Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με το ημερολόγιο.
Τότε ήταν που η λεπίδα γυάλιζε ακόμα πιο πολύ,  
σαν ένα σημάδι απολύτου άμυνας. 
 
3.
 
Πελέκησε τη συκοφαντία ως κορμό δένδρου.
Χωρίς τους επιθετικούς προσδιορισμούς τι θα απομείνει άραγε;
Δυο στραβά πόδια.
Μια ασύλληπτη και αδίκαστη κακομοιριά.
Ένα φτηνιάρικο κακό - βαμμένο πρόσωπο,
με αιμάτινο κραγιόν το μίσος και τον φθόνο
και στο διαθέσιμο βάθος
μια θάλασσα ραγισμένη και άτεκνη.
 
Τροφή για τη ψυχή του διαόλου
κι ούτε μια προσωπική θυσία. 

**

ΑΦΥΔΑΤΩΣΕΙΣ
 
1.
 
Άπλωσε με θέρμη την αγάπη στο πρόσωπό της.
Εκείνο έλαμψε σαν παρθένο
κάτω από το ηλιοκαμένο σώμα της μέρας.
Δεν πέρασε χρόνος πολύς, ποτέ άλλωστε δεν περνούσε
κι αφέθηκε μεθυστικά στη λήθη.
Όταν ξεχνάς συνειδητά, δεν ξεχνάς ποτέ.
Άνυδρη στέγνωσε  από ενοχές 
κι αφυδατώθηκε η ζωή της.
 
2.
 
«Τι είναι τούτο και πάλι;»
Ο πόνος στο στήθος καθώς ξάπλωνε
ολοένα και μεγάλωνε σαν φάντασμα σε πρωινούς εφιάλτες.
Η αγωνία της παγώνι που φούσκωνε την ουρά του
και τον χειμώνα που πέρασε ζώο σε χειμέρια νάρκη.
Σαν πλησιάζει το αναπόφευκτο
τα ευχολόγια σαπισμένα πέταλα στα πρησμένα χείλη της. 
Στο μεσονύχτι άναψε το καντήλι και πάλι.
 
3.
 
Είχε σκάσει το δέρμα του.
Λίμνη που αποξηράθηκε με συνοπτικά διατάγματα.
Ανυπόγραφα τα μισά, τα πλείστα διαπλεκόμενα και παράτυπα.
Κανείς δεν έδινε σημασία για το κορμί του.
Κούτσουρο πεταμένο.
Πονούσε.
Στο σπίτι, στο καφενείο, στα χωράφια.
Πονούσε
«Ανάθεμά με» μα ο σταυρός μπροστά από το εικόνισμα, κανονικός.
Άνοιγε τη κάνουλα κι έβρεχε τακτικά το εγώ του.
Μούσκεμα κι ούτε που τον ένοιαζε.
«Βλέπεις» φώναζε, «η γη καταπίνει το νερό κι ήλιος το διαλύει»
Ο ίδιος ξεφλούδιζε το δέρμα του,
να μεταλάβει στο αίμα του, να βρει τη πληγή της ξεχασμένης ανάσας

***
ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
 
1.
 
Ο καφές πάντοτε σκέτος.
Έτσι κι οι σκέψεις μου για την αγάπη.
Η αγάπη είναι αγάπη.
Το ρήμα ισούται με το αγαπώ στο πηλίκο.
Η΄ αγαπώ λοιπόν ή δεν αγαπώ.
Δεν αγαπώ λίγο.
Δεν αγαπώ πολύ.
Δεν περιμένω να δύσει η ανατολή.
Στεναχωριέμαι να βλέπω τη μέρα πεθαμένη.
Δεν ματαιοδοξώ με κλώνο την αγάπη.
Γι αυτό και πάντα αφαιρώ το εγώ αλλά και το ωμέγα.
 
2.
 
Δεν γνώρισα ποτέ τον εαυτό μου.
Ποταμός που ξεράθηκε.
 
3.
 
Προσπάθησα να λιποτακτήσω
από τη γέννηση,
από τη βάπτιση,
από τη στράτευση,
από την εστία,
από την υποταγή,
από τον εξευτελισμό
και τη σταύρωση.
Απέτυχα μα αναστήθηκα.
Κάθε εμπόδιο σε καλό τελικά.
 
 
 
 
 
4.
 
Μπατάρισα.
Ο φόβος μου κύκλωσε το δικό της φόβο.
Κι έτσι καθώς ο κόσμος μίκραινε
σύσσωμο το σκοτάδι άπλωνε τα δίχτυα.
Αράχνη σε τριανταφυλλιές.
Κι ούτε ένα πέταλο στους ώμους!


 

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Ξεχασμένη Ιστορία από το Στρυμονικό Σερρών / Δημήτριος Γκόγκας


 


Θυμάμαι  μια ιστορία απ΄ το Στρυμονικό

θα την θυμάται κάποιος θα σας τη πω κι εγώ.

 

Ζούσε μια γυναίκα σ ΄ένα φτωχόσπιτο

με τη γιαγιά της μέσα κι ένα παλιόσκυλο

Κάθε που ΄πεφτε νύχτα, έβγαινε στην αυλή

φορώντας μια ζακέτα και γέλιο σαν πληγή.

 

Κοίταζαν οι γειτόνοι και τα μικρά παιδιά

γελούσανε μαζί της, της κάναν συντροφιά.

Περνούσανε οι χρόνοι πέρασε κι ο χιονιάς

πλησίαζαν να σβήσουν κι οι χρόνοι της γιαγιάς.

 

Οι συγγενείς θέλησαν να τη παντρέψουνε

τη πίκρα απ΄ τα χείλη να της γιατρέψουνε.

Ο γάμος νύχτα εγίνει μ΄ ένα καλό παιδί

διστακτικά της δίνει ένα γλυκό φιλί.

 

Το νυφικό της βγάζει και πάει να κοιμηθεί.

Το παλληκάρι θέλεις άνδρας της να γενεί.

Εκείνη τρομαγμένη τη μοίρα της κλωτσά

το μεσοφόρι βάνει γυρνά στη γειτονιά.

 

Το νυφικό χτενάκι βγάζει απ΄ τα μαλλιά

και πέφτει στην αγκάλη π΄ ανοίγει η γιαγιά.

Κόρη της μηνούσαν γύρνα στο πλάι του

και γίνε η αγάπη και το φεγγάρι του.

 

Μα κείνη ντροπιασμένη πίσω δεν γύρισε

ένα νεκρό λουλούδι μονάχα μύρισε.

Χωμένη στη ζακέτα και πότε στους λυγμούς

το βλέμμα της χανόταν στους αναστεναγμούς.

 

Κάποιοι είπαν την είδαν σκυφτά να περπατά

στους δρόμους τις πλατείες και τα ψηλά βουνά.

‘Άλλοι την αντίκρισαν στο φως των αστεριών

κι άλλοι τη βρήκαν μέσα στους ήχους των ψαλμών.

 

Κι όσοι θα με ρωτάτε  για το καλό παιδί

κι αυτό μονάχο εχάθη σαν να ΄ταν αστραπή.