[1]
Έκλεισε τα μάτια του
για να εύρη γαλήνη
και δεν είδε τη θύελλα
που ερχότανε.
[2]
Κάποια στιγμή σταμάτησαν να χτίζουνε χωριά.
Όσα υπήρχαν ήσαν αρκετά
να στεγάσουν τις άνοες λαγνείες τους.
Άνθρωποι ήσαν, άνθρωπος κι αυτός.
[3]
Βαφτίστηκε οικονομικός μετανάστης στη χώρα του.
Κάθε τρεις άλλαζε πόλεις σα στέκια γωνιακά.
Στα μπαρ ήταν το νερωμένο ποτό που ξέβραζε χολή
από κοντά ποτέ δεν γνώρισε
το χέρι που έριξε αγιασμένο νερό στη κεφαλή του.
Αόριστα άκουγε πως ήταν μέρος ενός σχεδίου
χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει.
Προτιμούσε το όνομα: κανένας
που κανείς δεν του το έδωσε μα του το δείχνανε.
[4]
Να ακούς, να ακούς τους άλλους.
Είναι προτέρημα!
Μα κανείς τους δεν κατάλαβε πως ήτανε κουφός;
[5]
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αφήσεις τη ζούγκλα στο σπίτι
Το λιοντάρι που βρυχάται στον καναπέ
Την τίγρη στη κρεβατοκάμαρα
Τις ύαινες γύρω από το τραπέζι.
Αν δεν μπορείς γίνε καμηλοπάρδαλη
και βγάλε το κεφάλι σου από τη καμινάδα.