Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Μέρες "αποκάλυψης"

μια επισήμανση του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ


Ένας άνδρας, διαβάζω, επαγγελματίας "δωρητής σπέρματος" αποκαλύφθηκε ότι είναι "πατέρας" (να τον πει κανείς) περίπου 500 παιδιών ανά τον κόσμο. Ορισμένα από αυτά΄τα παιδιά βρίσκονται στο ίδιο κράτος (είναι φυσικό 200 και κάτι, είναι όλα τα κράτη στη γη). 13 από αυτά εντοπίστηκαν ήδη στην Ολλανδία. Τώρα λοιπόν η παγκόσμια ιατρική κοινότητα ανυσηχεί για μελλοντικές αιμομικτικές καταστάσεις, πιθανές ασθένειες κτλ. Τα "προηγμένα" κράτη της δύσης άρχισαν να βλέπουν κενά στις διαδικασίες. (Εξ ου και η παγκοσμίου φήμης φράση (ελληνικής καταγωγής και προελεύσεως βεβαίως - δις): το πολυ το ...τακα- τακα κάνει το παιδί ...μαλάκα) Αργά ισως να είναι; Ποτέ λέμε δεν είναι αργά. Αλλά σίγουρα είναι μια μικρή παράμετρος από την "τραγική αποκάλυψη" της ανθρώπινης κατάντιας. 

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

αΝεΚΠΛηΡωΤο */ Δημήτριος Γκόγκας

 

Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες. "Odysseus and the Sirens" - Alexander Bruckmann (1806 – 1852) . 


 
(τραγούδι που γράφτηκε την 2η πρωινή ώρα)
 
Ευχήθηκα μια Κυριακή να έρθεις για τσιγάρο
κι όσα κι αν είχα μες στο νου, για σε θα παρατούσα.
Από τα χείλη σου τα δυο την κάφτρα να σου πάρω
κι ύστερα μες στον άνεμο τη στάχτη να πετούσα.
 
Μα συ γλυκά αρνήθηκες και είπα δεν πειράζει.
Μπορώ εγώ να σ΄ αγαπώ σε κάποιο εικονοστάσι.
Από τα μάτια σου ζεστό, το δάκρυ σου να στάζει.
Μαντήλι να το σκούπιζα, μα ξέρω είχα διστάσει!
 
Τα πρωινά σηκώνομαι κι ανοίγω τις κουρτίνες.
Κρατώ στο χέρι τον καφέ, στο στόμα τη συγνώμη.
Δεμένος παν στην κουπαστή,  ακούω τις σειρήνες
και τρέχουνε και κρύβονται στ΄ αμπάρια οι λοστρόμοι.
 
Γλυκά να σε νανούριζα μα η σκέψη με τρομάζει.
Πως πάλι θα με αρνηθείς πριν απ΄ την σταύρωση μου.
Το σαπιοκάραβο που ζω, τα κύματα αγκαλιάζει
και συ γελάς που γίνηκες αγκάθι στη ψυχή μου.

*Κατοχυρωμένο

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

η Ευρωπαική Ένωση είναι καταδικασμένη να αποτύχει...

     γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


   

 Η Ευρωπαική ένωση
γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1957 και μετρά ήδη 66 χρόνια ζωής. Ξεκίνησε με 6 κράτη και συνεχίζει με 27 κράτη την πορεία της. Η Ελλάδα εισήλθε το 1981, ενώη Κύπρος το 2004. Μέσα από την κοινή πορεία με τα υπόλοιπα κράτη διαπιστώσαμε ότι οι βασικές αρχές της Δημοκρατίας δεν τηρούνται. Κυριαρχούν οι μεγάλες δυνάμεις , όπως είναι η Γερμανία και η Γαλλία, ενώ δυναστεύονται μικρά κράτη όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος χωρίς ενδοιασμούς. Μάλιστα η Ελλάδα και η Κύπρος ήταν ανάμεσα από τα 4-5 κράτη που οδηγήθηκαν σε οικονομικές πολιτικές λιτότητας με ανυπολόγιστες ζημιές στις οικονομίες των νοικοκυριών και φυσικά στις εθνικές οικονομίες. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε σε κράτη με πολύ μεγαλύτερες οφειλές προς το ΔΝΤ αλλά και την Κεντρική Ευρωπαική Τράπεζα δεν επιβλήθηκε καμία απολύτως αναγκαστική οικονομική οδηγία πλην κάποιων παραινέσεων (πχ Ιταλία). 
    Στην περίπτωση δε της Ελλάδας που τόλμησε να ψελλίσει έξοδο από την Ευρωπαική Ένωση έπεσαν τα διάφορα μαύρα κοράκια της και όπως είχε διαρέυσει τότε στον εγχώριο τύπο υπήρξαν έντονες απειλές και το αποτέλεσμα γνωστό. Η Ελλάδα οδηγήθηκε σε δεύτερη μνημονιακή καταιγίδα. 
   Στις περισσότερες χώρες παρατηρείται μια δυσφορία σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνει το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και η Κομισιόν, πάνω σε θέματα που αφορούν τον κοινωνικό ιστό, την οικονομία, την μετανάστευση, την διαφορετικότητα, την γεωργία, την λεγόμενη και αμφισβητούμενη πράσινη ανάπτυξη. Κράτη με διαφορετικές κουλτούρες καλούνται να συνυπάρξουν και να εντελούν κοινές πολιτικές αποφάσεις χωρίς όμως να έχουν την δυνατότητα της προσαρμογής. Η ΕΕ μοιάζει να λειτουργεί ως ένα πολυκατάστημα που διευθύνεται από μια μυστική ομάδα που υπηρετεί ολιγαρχίες της οικονομίας. Ήδη συνδικάτα εργαζομένων σε Γαλλία, Γερμανία,Ουγγαρία κ.α κινούνται δραστικά κατά των δημοκρατιών τους,κατά της εξουσίας καθώς αντιλαμβάνονται ότι η κοινή οικονομική πολιτική το μόνο που επιφέρει είναι μείωση των εισοδημάτων, αύξηση της ανεργίας, αύξηση των τιμών ενώ αμφοσβητείται έντονα ακόμα και η κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΕ έναντι πολεμικών συρράξεων όπως αυτής της Ουκρανίας και Ρωσίας. Και μάλιστα με την δικαιολογία της διατήρησης της Ειρήνης και της διεθνούς σταθερότητας υπερασπίζεται σθεναρά την Ουκρανία βυθίζοντας τους λαούς της σε ένα οικονομικό χάος. Πραγματικά αδιανόητη πολιτική προχειρότητα. 
    Η ΕΕ της ισονομίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, μέσα στην διάρκεια της ζωής της δεν κατόρθωσε να τις εφαρμόσει. Διαδορετικές οικονομίες,διαφορετικές πορείες αλλά ίδια εφαρμογή νόμων. Αυτή η ετεροχρονισμένη πρακτική είναι που διαβρώνει τα θεμέλιά της και είναι καταδικασμένη η αποτυχία της. Μέσα στα χρόνια που θα ακολουθήσουν το πιθανότερο είναι να βιώσουμε τη διάλυσή της και μάλιστα με οδυνηρό τρόπο.Λέω οδυνηρό διότι παίζοντας το παιχνίδι των ΗΠΑ σχετικά με τον αποκλεισμό της Ρωσίας (μεαφορμή την Ουκρανία) δεν πετυχαίνει παρά την αυτοκτονία της. Τόσο ενεργειακά, όσο και οικονομικά. Και δεν υπολογίζει τις εσωτερικές αντιδράσεσεις (πχ της Ουγγαρίας, Βουλγαρίας κτλ) που ακόμα οι σχέσεις τους με την Ρωσία είναι σε φιλικό επίπεδο.
   Η ΕΕ δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον πόλεμο στα κράτη της Γιουγκοσλαβίας, δίκασε μονομερώς κάποιους ως εγκληματίες πολέμου, δεν απέτρεψε τον πόμλεμο στην Κριμαία και τώρα στην Ουκρανία. Δεμ μπόρεσε να αποτρέψει ούτε την έξοδ οτης Αγγλίας από τομαντρί της.  Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής αυτό που θα πρέπει να περιμένουμε ίσως είναι μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη που θα έχει ως απότερο σκοπό την αναδιάταξη δυνάμεων, εθνών και εδαφών στην γηραιά ήπειρο. Ήδη το χρονικό διάστημα ζωής της Ένωσης είναι από τα μακροβιότερα διαστήματα ζωής ανάλογων συνασπισμών και Ενώσεων κρατών. 
    Είναι μια ανθρώπινη επιταγή τρελών ηγεσιών αλλά είναι μια απτή πραγματικότητα. Τα λάθη τους θα τα πληρώσουν οι υπό διοίκηση λαοί της Ευρώπης. 

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Γράμμα από το παρελθόν ... του Δημητρίου Γκόγκα

 



 

    Πάει και αυτό. Τελείωσε η κηδεία. Ήρεμα χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι κάτοικοι στο χωριό είπαν τα καλύτερα λόγια για την γυναίκα του. Έτσι όπως λένε για κάθε άνθρωπο που αποχωρίζεται το φως και δεν του έχει την ανάγκη του.

    Ένας χρόνος πέρασε από τότε που είχαν χωρίσει. Διαζύγιο δεν είχαν προλάβει, αλλά ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια γάμου, είκοσι πέντε χρόνων υπομονής και των δύο, να μεγαλώσουν μαζί, να κάνουν ένα παιδί και να υπομένουν με πολύ αγάπη ο ένας τις παραξενιές του άλλου, είχε έρθει ο καιρός που συσσωρευμένες αντιστάσεις έσκασαν σαν τρελό ηφαίστειο και παρέσυραν στο διάβα τους, όλες τις καλές στιγμές. Το παιδί ήταν αδύνατο να παρέμβει. Σιωπηλά, δέχτηκε την απόφαση των δικών του και κυρίως την απόφαση του πατέρα, γιατί αυτός τελικά ήταν που άφησε το σπίτι, πήρε το πρώτο τραίνο και έφυγε για τα δυτικά της Κύπρου. Πίστευε ότι εκεί θα έβρισκε την ηρεμία που απουσίαζε από την ζωή του. Η γυναίκα του δεν τον ενόχλησε  από εκείνη την ημέρα. Το ραγισμένο γυαλί δεν αντικαταστάθηκε ποτέ πια.

    Όσες φορές και  αν προσπάθησε να εντοπίσει ουσιαστικά προβλήματα δεν το κατόρθωσε. Η ζήλια του, για τον εκρηκτικό χαρακτήρα της γυναίκας του δεν τον άφηναν να δει αντικειμενικά, τα περισσότερα της ζωής τους. Οι επαφές της με ανθρώπους πολύ μικρότερους σε ηλικία, ο εκτοπισμός από την ζωή του ασχολιών και φίλων που του έδιναν χαρά και ευχαρίστηση τον εκνεύριζε, έλεγε πράγματα που δεν τα πίστευε και προκαλούσε πόνο. Αργότερα, ζητούσε συγνώμη, αλλά συνήθως ήταν πολύ αργά.

    Μπήκε στο μικρό χωριατόσπιτο που είχε νοικιάσει στο χωριό των Κουκλιών. Μακριά από τους στενούς συγγενείς, από τον αδελφό του που τον είχε εντάξει σε κείνη την ομάδα των ηθικοπλαστών της πόλης, λες αυτοί ήσαν αμόλυντοι. Πως είχαν αλλάξει ως άνθρωποι. Ο αδελφός του να εργάζεται στο τζαμί της πόλης και αυτός τόσο μακριά. Είχε να τον δει πάνω από δέκα χρόνια. Πήγε κατ’   ευθείαν στην κουζίνα, έκανε πικρό καφέ, ρούφηξε μια γουλιά, κάηκε το χείλι στου και πήγε στο καθιστικό. Ένα παλιό σαλονάκι, σε κάποια σημείο ξεφτισμένο, έκανε όμως την δουλειά του. Στους τοίχους υπήρχαν, μικροί δικοί του πίνακες, αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων. Τα απογεύματα, κατανάλωνε τις ώρες του σε σεμινάρια ζωγραφικής, για να γεμίσει και τα κενά της ζωής του. Δεν ήτανε πολύ καλός, αλλά ζωγράφιζε συμπαθητικά. Δεν παρέλειπε να λέει στους γείτονες και τους γνωστούς, ότι η δική του έκθεση ζωγραφικής θα καθυστερούσε πολύ ακόμα. Γέλια και πειράγματα ακολουθούσαν.   

    

 

     Άνοιξε το ντουλάπι με τον χαλασμένο μεντεσέ, κάτω από την τηλεόραση Έβγαλε από το βάθος ένα κόκκινο  κουτί παπουτσιών. Το αγαπημένο της χρώμα, σκέφτηκε. Ανοίγοντάς του, αντίκρισε την αγαπημένη του φωτογραφία. Η γυναίκα του ξαπλωμένη σε ένα καναπέ, ριγμένα τα μαλλάκια της στους γυμνούς ώμους της. Φορούσε ένα βαρύ, καφέ πουλόβερ, που κάλυπτε το μεγάλο μπούστο της, αλλά αποκάλυπτε πονηρά τον υπέροχο λαιμό της. Η φούστα κολλημένη επάνω στους χοντρούτσικους γοφούς της, τόνιζε τις κρυφές της καμπύλες. Αναστέναξε. Αυτή την γυναίκα αγάπησε.

      Άρχισε, με σχολαστικότητα, πότε ρουφώντας και πότε βγάζοντας αναστεναγμούς και μικρά αναφιλητά να βλέπει τις στιγμές της ζωής τους, αποτυπωμένες με τα έντονα χρώματα των φωτογραφιών. Τα κλάμα, ακούστηκε σε όλο το σπιτικό. Βόγκηξε και ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος. «Τι καλά, είπε. Αυτό μας έλειπε!»

       Η ώρα είχε πάει δέκα. Ο ήλιος, μπήκε από τα παράθυρα, με τις διαφανείς άσπρες κουρτίνες. Είχαν κιτρινίσει στις άκρες, σαν ξεχασμένες από πολύ καιρό στην μοίρα της απλυσιάς. Δεν τον ενδιέφερε η εμφάνιση και η καθαριότητα γύρω. Την εμφάνιση της  ψυχή του, μπροστά στην απώλεια σκεφτόταν. Ήταν πλυμένη; Καθαρή; Ένιωθε τύψεις για ότι έγινε, ένιωσε υπεύθυνος εκείνη την στιγμή, αλλά πόσο αργά ήταν!

        Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε πεισματικά. «Ει γείτονα» άνοιξε ο ταχυδρόμος είμαι. Έχεις γράμμα». « Εγώ, γράμμα;» αναρωτήθηκε. Την διεύθυνσή του την γνώριζε, μονάχα η γυναίκα  και το παιδί του. Ο γιος του μάλιστα, όταν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο. Από ποιον είναι αναρωτήθηκε ξανά. Σηκώθηκε με δυσκολία, άνοιξε την ξώπορτα την στιγμή που σκούπιζε το πρόσωπό του.  «Έχεις κάτι;»  τον ρώτησε έκπληκτος ο ταχυδρόμος. «Χρειάζεσαι βοήθεια; Να φωνάξω γιατρό; Κυρ Δημήτρη, είσαι καλά;» «Καλά είμαι» απάντησε. «Κάμε την δουλειά σου. Από ποιον είναι το γράμμα;» «Δεν έχει διεύθυνση κύριε Δημήτρη». Του το έδωσε και έφυγε.

          Βυθίστηκε σε μία πολυθρόνα. Δεν το άνοιξε αμέσως. Το κοίταξε λιγάκι, καθώς το κρατούσε στα χέρια του. Σκέφτηκε να το πετάξει. Τώρα δεν ήθελε τίποτα άλλο. Έχασε την γυναίκα του, την χώρισε δύο φορές. Η δεύτερη ήταν η μοιραία.

         Έσκισε στην άκρη τον φάκελο. Έβγαλε αμήχανα και με απορία το γράμμα. Μία διπλωμένη σελίδα, γραμμένη μόνο στο μισό της.

         «Αγαπημένε μου Δημήτρη, θα προσπαθήσω να  είμαι σύντομη. Να μην σε κουράσω. Χρειάζομαι την βοήθειά σου. Θέλω να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλον. Και κυρίως να αναλάβω εγώ τις ευθύνες μου. Δεν μπορώ να πετάξω στην άκρη τόσα χρόνια. Πες μου τι έφταιξα, θα σου πω και εγώ για σένα. Είμαι άρρωστη και νομίζω πιο άρρωστη στην ψυχή. Σε μένα έχουν μείνει πολλά αποθέματα, μέσα στην καρδιά μου. Σε όσα έφταιξα, νομίζω, μήνες τώρα το πλήρωσα. Ανακαλύπτω τώρα πόσο πολύ σε αγάπησα και σε αγαπώ. Νομίζω ότι θέλω να περάσω άλλα τόσα χρόνια μαζί σου. Αν έχει η ψυχή σου καθαρίσει για μένα, θα περιμένω απάντηση. Θέλεις να έρθεις πίσω; Η πόρτα θα είναι ανοικτή»

       Χτύπησε το μπράτσο της πολυθρόνας. Φώναξε. Το γράμμα στάλθηκε λίγες ημέρες πριν. Πως είναι δυνατόν αναρωτήθηκε. Λίγο πριν πεθάνει. Χτύπησε το κεφάλι του με το χέρι.

      Πήρε ξανά το λεωφορείο και έφτασε στην Λάρνακα. Έτρεξε στο νεκροταφείο. Τα λουλούδια σκεπάζανε τον τάφο ακόμα. Το δικό του κόκκινο στεφάνι, γεμάτο από γαρύφαλλα, έξω από το σωρό.  Έπεσε πάνω τους,

      « Γιατί τώρα , γιατί;»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου / Δημήτριος Γκόγκας


 "Η φθισική εργάτρια" (1889), έργο του Fernand Pélez. Φωτ. © Photo RMN-Grand Palais - F. Vizzavona


 

 

       Κατοικούσα εδώ και πέντε μήνες στον τέταρτο όροφο, μιας παλαιάς πολυκατοικίας, επί της κεντρικής λεωφόρου Μακαρίου στην πόλη της Λάρνακας. Στην πολυκατοικία, κατά κύριο λόγο και ειδικά στους τρεις πρώτους ορόφους στεγάζονταν δικηγορικά  γραφεία, λογιστικές υπηρεσίες, ιατρεία και ασφαλιστικές εταιρείες. Στους δύο τελευταίους ορόφους κατοικούσαν, οικογένειες από τα τέσσερα σημεία του κόσμου. Προσπάθησα να καταγράψω όλους τους ενοίκους, από περιέργεια κυρίως και μέσα σε  σύντομο χρονικό διάστημα, κατόρθωσα να εντοπίσω οικογένειες από την Ρωσία, την Αγγλία, την Συρία, την Κύπρο και τον Λίβανο. Υπήρχαν βέβαια και μία η δύο οικογένειες που μπορούσαν να περνούν απαρατήρητες και ειδικά αυτή του βορινού διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο.

     Σχέσεις κοινωνικές, γειτόνων δεν μπορέσαμε να αναπτύξουμε ποτέ. Έφταιγε η διαφορετικότητα των χαρακτήρων; η προέλευση από πολιτισμούς και κράτη τελείως αντίθετα, δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ακριβώς. Καταλάβαινα ότι πλανιόταν αδιόρατα μια καχυποψία της μιας οικογένειας για την άλλη, ίσως και από το γεγονός ότι η παραμονή σε αυτή την πολυκατοικία κρατούσε ελάχιστο χρονικό διάστημα και δεν υπήρχαν μεγάλα περιθώρια για ανάπτυξη σχέσεων, γιατί και οι σχέσεις κάθε είδους θέλουν τον χρόνο τους!

      Προσπάθησα με παιδική αφέλεια, αλλά κυρίως περιέργεια να πλησιάσω το διαμέρισμα και να ακούσω ήχους ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο διάδρομος του πέμπτου ορόφου με ξάφνιασε ευχάριστα. Δεν έμοιαζε καθόλου με τους γυμνούς διαδρόμους των υπολοίπων ορόφων. Κρεμασμένοι πίνακες, ομοιώματα έργων μεγάλων ζωγράφων, κυρίως της πρώην Σοβιετικής ένωσης στους τοίχους. Ένα πελώριο χαλί, στην αριστερή πλευρά, αφηρημένης τέχνης, γλάστρες με περίεργα πράσινα φυτά και ένα τεράστιος βασιλικός σε μια άκρη. Η ατμόσφαιρα μύριζε ευχάριστα, τελείως διαφορετικά από αυτή του τετάρτου, που μπούκωνε από οσμές σοταρισμένων κρεμμυδιών και υγρασίας. Εδώ υπήρχε αρχοντική αίσθηση και αέρας άλλης εποχής.

     Περπάτησα ανάμεσα στα πέντε διαμερίσματα του ορόφου. Στα τρία πρώτα ακούγονταν παιδικές φωνές, τραγούδια από γυναικεία χείλη, τηλεοράσεις να παίζουν. Στο 504 επικρατούσε απόλυτη ησυχία, ίσως γιατί οι ένοικοι θα λείπανε στις δουλειές τους. Στο τελευταίο, αυτό που με ενδιέφερε, στην βορινή πλευρά του κτιρίου η πόρτα ήταν ανοικτή. Όχι τελείως αλλά τόσο ώστε ο επισκέπτης να μπορούσε να μπει μόνος του χωρίς να υπάρχει ανάγκη να του ανοίξει ο ένοικος. Φοβήθηκα, αλλά όσο πλησίαζα, μπορούσα να αναπνέω μια άλλη ατμόσφαιρα και να αφουγκράζομαι μια δεύτερη ανάσα και ένα διαφορετικό χουρχουρητό. Έμοιαζε, ρόγχος θανάτου και είχε οσμή περασμένης ηλικίας. Ο βασιλικός  μου φάνηκε μικρός για να καλύψει την νεκρική μυρωδιά που έβγαινε από το διαμέρισμα. Δεν πρόλαβα να απομακρυνθώ, να κάμω ένα βήμα πίσω, όταν αισθάνθηκα το κάλεσμα. «Ποιος είναι , έλα μέσα»

      Δίστασα να σπρώξω την πόρτα. Ποια γυναικεία φωνή, με καλούσε; Ο τόνος της φωνής της φάνηκε απόλυτα οικείος. Σαν να περίμενε κάποιο πρόσωπο. Σημαντικό πρόσωπο για εκείνη. « Έλα πέρασε, σε περιμένω ώρα τώρα» Είχα καταλάβει πολύ καλά ότι η αίσθηση αυτής της γυναίκας ήταν πολύ δυνατή. Το ίδιο και η όσφρησή της. Η περιέργειά μου να την γνωρίσω και να συμπληρώσω το παζλ των οικογενειών της πολυκατοικίας με εξιτάρισε. Ξεπέρασα το πρώτο φόβο, έκανα το απαραίτητο βήμα μπροστά και σπρώχνοντας την πόρτα είπα με δυνατή φωνή; «Καλημέρα, είμαι γείτονας, μένω στον κάτω όροφο. Ξέρετε έκανα λάθος και προχωρώντας στον διάδρομο σας άκουσα»

      «Το ξέρω αγαπητέ μου, εσάς περίμενα τόσο καιρό! «

       Εντυπωσιάστηκα από την φαινομενικά ειλικρινή δήλωση της γυναίκας που αντίκρισα απέναντί μου. Δεν ήταν όμορφη. Συμπαθητική. Η ηλικία είχε αφήσει τα σημάδια του έντονα επάνω της. Τα χρόνια χαρακωμένα, βουτηγμένα μέσα στις αυλακώσεις του προσώπου της. «Κάθισε μου είπε. Εκεί απέναντί μου. Τους επισκέπτες μου θέλω να τους βλέπω , ειδικά τους αγαπητούς επισκέπτες» «Μα δεν με ξέρετε» της απάντησα. «Αγαπητέ μου άδοξε ποιητή της πολυκατοικίας λίγο με ξέρεις. Γνωρίζω τα πάντα για όλους, πόσο μάλλον για σένα που κατοικείς το περισσότερο καιρό εδώ. Δυστυχώς δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου προσφέρω κάτι. Αν θες έχει χυμό και νερό στο ψυγείο» «Ευχαριστώ» ψέλλισα «ξέρετε εγώ τυχαία…» πήγα να δικαιολογηθώ

     «Ξέρω είπε, δεν είναι όλα τα πράγματα τυχαία στην ζωή. Η μοίρα παίζει και αυτή το παιχνίδι της. Όσοι έχουμε την δύναμη μπορούμε να αλλάξουμε πράγματα και καταστάσεις, οι υπόλοιποι την δεχόμαστε. Ανοίγει το σακούλι της και να σου πετάει την τύχη σου. Αν μπορέσεις να την πιάσεις, κινάς μαζί της και όπου σε βγάνει. Έτσι καλέ ποιητή ήρθες και σε μένα. Η μοίρα το ήθελε. Το ήθελα όμως και εγώ»

    Έβηξε, πήρε το λερωμένο μαντήλι από το μικρό τραπεζάκι και έφτυσε μέσα με δύναμη. Εκείνο κοκκίνισε, προσπάθησε να το κρύψει δεν μπόρεσε, κοκκίνισαν και τα δύο της μάγουλα. Κατέβασε τα μάτια, βούρκωσε και τα έκλεισε για μια στιγμή. Όταν τα άνοιξε ήταν μια άλλη γυναίκα. Πιο γερασμένη. «Πάει καιρός» συνέχισε «που δεν μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω, δεν μπορώ να κάνω απλά καθημερινά πράγματα. Πονώ για αυτό. Μην ρωτήσεις γιατί. Έτσι το θέλησε ο θεός. Καλά να είναι ο άνδρας μου, που μου άφησε πίσω τόσα πολλά ώστε να έχω την δύναμη να αρνούμαι τα ιδρύματα και να ζω με την βοήθεια καλών ανθρώπων, με το αζημίωτο βέβαια, στο σπίτι μου. Δεν μπορώ ποιητή μου να φύγω από αυτό το σπίτι, τόσα πράγματα παραμονεύουν, σε κάθε γωνιά, σε κάθε δωμάτιο, στα έπιπλα, στους τοίχους. Είναι όλη μου η ζωή, πως να χωρέσει μέσα σε ένα ίδρυμα; «Τράβηξε την κουβέρτα μέχρι τον λαιμό. Κρύωνε κι ας ήταν μήνας Αύγουστος. «Σε περίμενα ποιητή, ξέρω πως γράφεις, να γράψεις κάτι και για μένα. Θέλω να γράψει ο κόσμος κάτι για αυτή την άσημη γυναίκα, που όπως τόσες άλλες άσημες, πεθαίνουν μόνες και έχουν την τύχη να πεθάνουν μόνες. Δεν θέλω κανένα δίπλα μου. Αν ζούσε εκείνος. Τον παρακαλούσα να μην πεθάνει πρώτος και δεν μου έκανε αυτό το χατίρι. Όλα τα άλλα, μου τα είχε προσφέρει. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί. Έκανα όνειρα για την τελευταία ημέρα της ζωής μου. Να πεθάνω στην αγκαλιά του, να με ντύσει και να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μου τραγούδι. Γιατί ποιητή; Δεν είναι άδικο; Εκείνος κουράστηκε για μένα και πως του το ανταπόδωσε η ζωή; Τον πέθανε, πριν από εμένα. Για αυτό σου λέω, είναι άτιμη η μοίρα μας. Εσύ σκέφτεσαι τον θάνατο;»  Χαμογέλασα αχνά «Είναι νωρίς, δεν έχω προλάβει» απάντησα. «Πρέπει» είπε «Ποτέ δεν είναι νωρίς και ποτέ αργά. Όλα πρέπει να τα μελετούμε»

      «Κυρία Μαρία» ακούστηκε μια φωνή. «Μέσα είστε καλά; Έφερα τα ψώνια. Θα σας δώσω και τα φάρμακα.» Μπήκε μέσα μια νεαρή νοσοκόμα. Γλυκύτατη, με καλημέρισε απορώντας. «Ένας φίλος» της είπε «μην φοβάσαι, φίλος είναι»  Σηκώθηκα να φύγω «Να ξανάρθεις , έχω να σου πω πολλά, όμως πριν φύγεις άκου και τούτο. Πριν χρόνια είχα ένα γιο σαν εσένα. Στρατιώτης όταν ήτανε εκεί στις αλυκές, έγινε Φλαμίνγκο. Δεν το πιστεύεις έτσι. Κι όμως» η αλήθεια είναι αυτή. Βρήκαν το κουφάρι του μέσα στο αλάτι και την ψυχή του με φτερά. Μεγάλη πικρή ιστορία, μα άλλη φορά».

      Της φίλησα το μέτωπο. Είδα το δάκρυ έτοιμο να πέσει από την άκρη του ματιού της. Της το σκούπισα με το ματωμένο μαντήλι. «Θα ξανάρθεις;» με ρώτησε. Κούνησα πολλές φορές το κεφάλι. Καθώς έβγαινα από το σπίτι, πρόσεξα το κουρασμένο κορμάκι της να σκεπάζεται ολόκληρο από τις ριγωτές μάλλινες κουβέρτες. Κι ήταν μήνας Αύγουστος.

      Ο βασιλικός μοσχομύριζε αλλά ο ρόγχος, πλανιόταν μαζί του. Έκοψα ένα κλαδάκι και το έτριψα στον κόρφο. Είχα αποκτήσει την πρώτη φίλη στο νησί.

 

H ποδηλάτισσα του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

 

   


Κάθε ημέρα, την ίδια απογευματινή ώρα, την έβλεπε να κατηφορίζει το χωμάτινο μονοπάτι, δίπλα από τις αλυκές, καβάλα σε ένα παλιό σκουριασμένο ποδήλατο. Είχε συνηθίσει πια, να βλέπει την μαυροφορεμένη γυναίκα  να τον προσπερνά στον περίπατό του. Δεν μπορούσε αυτή η γυναίκα να περάσει απαρατήρητη. Κάτω από το μαύρο μαντήλι που είχε περασμένο στα μαλλιά, το ξανθό τους χρώμα της έφεγγε το πρόσωπο. Τα μάτια της αμυγδαλωτά και γαλάζια, όμοια με το χρώμα του ουρανού μετά από καταιγίδα. Φορούσε πάντα μια στενή φούστα που ανέμιζε. Μερικές φορές, όταν μαζευότανε στα γόνατά της, αποκαλύπτονταν δύο υπέροχα λευκά πόδια. Ποτέ δεν την είδε να χαμογελά. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και αντάλλαξαν απορίες. Τίποτα περισσότερο.

         Το πέρασμά της μύριζε αρχοντιά και χάρη. Βασιλικό και δυόσμο. Μπορούσε πλέον από μακριά να αισθανθεί τον ερχομό της. Τα πουλιά κελαηδούσανε πιο έντονα, τα δένδρα έγερναν προς τον νότο, ο βορράς θαρρείς και τραβιότανε και μια απαλή νηνεμία κυριαρχούσε στην φύση. Οι περιπατητές, άνοιγαν δρόμο για την ποδηλάτισσα του μονοπατιού. Και αυτή, όπως πάντοτε, αγέλαστη και μια  προσπάθεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να μείνει ανέκφραστη. Ήταν εκείνες οι στιγμές που το πρόσωπό της, έσκαγε και οι αυλακώσεις φανέρωναν τις δυσκολίες και τις λύπες, τους αγώνες και τις προσδοκίες της από την ζωή. Μια μέρα του Νοέμβρη, καθώς έστριβε πίσω από μια συστάδα δέντρων, του φάνηκε πως είδε να ζωγραφίζεται στην εικόνα του, ένα μειδίαμα. Επιτάχυνε το βήμα του, να λύσει αυτή την φαντασίωση, αλλά η ποδηλάτισσα είχε ήδη απομακρυνθεί.

        Οι μήνες προχωρούσαν μαζί με τους περιπατητές. Η ζωή βημάτιζε πάνω στο χώμα, στα φύλλα των δένδρων, στο αλάτι των αλυκών, στην θέα των πουλιών που τσιμπολογούσαν νερό και σπόρους. Η μαυροντυμένη ποδηλάτισσα και αυτή πιστή στον απογευματινό της  περίπατο.

    Είχε φτάσει το καλοκαίρι. Ο ήλιος πιρούνιαζε  τους ανθρώπους. Η υγρασία στο νησί, είχε γιγαντώσει και όλοι αναζητούσαν λύσεις στην δροσιά των δένδρων και στην τεχνολογία. Οι περίπατοι με δυσκολία ολοκληρώνονταν. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στα σώματά μας και η ζέστη διπλασίαζε την κούραση. Τα κορμιά λύγιζαν και αγκομαχούσαν. Η κυρία με το ποδήλατο, εμφανιζότανε τώρα με πλατύ καπέλο, σκούρου χρώματος. Ίδια έκφραση, όμοια παράσταση με τους περασμένους μήνες .

     Ένα μουντό απόγευμα, που ο ήλιος πρόδιδε την υγρασία πάνω από την λίμνη του αλατιού, η ποδηλάτισσα αφού  τον προσπέρασε,  έστριψε

 

απότομα και σταμάτησε στο παρατηρητήριο των αλυκών. Έπιασε το στήθος της, έβηξε, κατέβηκε βιαστικά από το ποδήλατό της και έκατσε στα ξύλινα σκαλοπάτια. Ανάσανε βαριά  και έστρεψε αλλού το  κεφάλι όταν τον είδε να την πλησιάζει.

    «Είστε καλά;» την ρώτησε.

    «Καλά – καλά είμαι»

    «Ξέρετε αν θέλετε βοήθεια»

    «Δεν θέλω , ποιος σου είπε ότι θέλω, σου ζήτησα την βοήθειά σου;» απάντησε νευρικά και επιθετικά , με το πρόσωπό της γιομάτο συσπάσεις.

     Σήκωσε τα χέρια του, θέλοντας να δηλώσει ότι το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να βοηθήσει. Έκανε στροφή και έκανε να φύγει, όταν άκουσε την φωνή της να γλυκαίνει.

      «Σε παρακαλώ, γύρισε. Συγνώμη. Έχω, ζήσει, νομίζω, άσχημα. Θέλω την βοήθειά σου»

      Το πρόσωπό της είχε πάρει μια γλυκύτατη έκφραση. Έδειχνε την πραγματική ηλικία της. Θα κόντευε τα σαράντα πέντε. Έβγαλε το μαύρο μαντήλι από τα ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς τρυπώνανε, ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων. Έκανε χώρο στα σκαλοπάτια να καθίσει αλλά εκείνος προτίμησε να σταθεί απέναντί της όρθιος. Σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ πιο τίμιο. Οι περιπατητές ρίχνανε κλεφτές ματιές. Έπιασε στον αέρα και κουβέντες αλόγιστες αλλά δεν έδωσε σημασία.

     «Οι ηθικοπλάστες της πόλης» είπε η κυρία.

     «Τι εννοείς;»

     «Είναι μεγάλη ιστορία, δεν είσαι από δω. Τα ελληνικά σου είναι πολύ καλά. Ελλαδίτης είσαι;»

     «Ναι, ήρθα για δουλειά, εσύ»

   «Είναι λίγο περίεργο, να μιλώ σε ένα άγνωστο. Όμως πίστεψέ με, σε βλέπω σχεδόν κάθε ημέρα εδώ. Είσαι από αυτούς που θα ζητιάνευα την βοήθειά τους. Έχω να μιλήσω σε άνθρωπο πολύ καιρό. Πάρα πολύ πίστεψέ με. Σταμάτησα γιατί ένιωσα πόνο στην καρδιά. Θυμήθηκα παλιές ιστορίες και πόνεσα. Έχω και ένα σοβαρό πρόβλημα στο στήθος.»

    «Και πλέκονται και αυτοί;» ρώτησε  δείχνοντας με τα μάτια του τους άνδρες που περπατούσαν στο μονοπάτι.

     «Και αυτοί και άλλοι.» είπε με περιφρόνηση.

     «Πριν από χρόνια, είχα έρθει με την γιαγιά μου, λόγω της εισβολής στην Λάρνακα. Μεγάλη φτώχεια. Μας έδωσαν ένα σπιτάκι στην άκρη της πόλης και μία σύνταξη στην γιαγιά για να ζήσουμε. Οι γονείς μου χάθηκαν. Στους χίλιους επτακόσιους και άλλους τόσους σκοτωμένους ή αγνοούμενους. Βρήκα και εγώ μια δουλειά, σε ... καλούς, με θέση στην κοινωνία, ανθρώπους που από την πρώτη στιγμή προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν.

 

Ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως το μόνο που ήθελαν ήταν παρέα στο κρεβάτι τους. Παράλληλα, με αυτή της γυναίκας τους. Αυτό μην το ξεχνάς. Δεν λέω, ο μισθός αυξανότανε αρκετά. Βλέπεις με πλήρωναν κιόλας. Να περνώ καλά και να ντύνομαι. Με το καιρό, γνώρισα ένα καλό παιδί. Έτσι μου φαινότανε. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχή. Πίστευα ότι θα παντρευτούμε. Ότι μπήκε η ζωή μου σε μια τάξη. Κάποια μέρα όμως, όταν τον είδα με άλλη γυναίκα και ζήτησα να μου εξηγήσει. Μου αποκάλεσε πουτάνα. Ότι δηλαδή έβαλε στο μυαλό του αυτά που είχε ακούσει από την γειτονιά. Από όλους αυτούς που βλέπεις τώρα να περπατούν με τις γυναίκες τους εδώ. Οι περισσότεροι από αυτούς με είχαν πλησιάσει. Και οι πιο πολλές κυρίες που τώρα καμαρώνουν δίπλα τους, ήταν αυτές που ψιθύριζαν τα δικά μου, τα φανερά, τα δικά τους όμως τα κρυφά, τα θάψανε και ξεχάστηκαν. Κατηγορήθηκα για πορνεία από μερικούς και για να σωθεί το όνομα της γειτονιάς και της κοινωνίας μπήκα φυλακή. Περισσότερο λυπήθηκα για την γιαγιά μου. Η καημενούλα. Ακόμα και όταν άκουγε τα μύρια τόσα από αυτούς έλεγε πως μπόρα ήταν θα περάσει. Την θυμάμαι να πέφτει στην αυλή, μουσκεμένη από την βροχή, όταν με συλλαμβάνανε οι αστυνομικοί. Δέκα χρόνια μέσα, για πορνεία. Τι τα θες. Μου φορτώσανε και κάποια τερατουργήματα που δεν έκανα. Που να βρεθούν χρήματα για δικηγόρους. Η μόνη καλή μάρτυρας ήταν η γιαγιά. Έκλαψε, ούρλιαξε, φώναξε, τίποτα. Οι δικαστές ήταν ανένδοτοι. Ένας από αυτούς, με θωρεί κάθε ημέρα και σκύβει το κεφάλι. Τι τα θες. Η γιαγιά περίμενε να βγω και μόλις βγήκα πέθανε. Και ησύχασε η ψυχή της. Για αυτό φορώ μαύρα»

Ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός να βγαίνει από την ψυχή της.

     «Συγνώμη αν σε ζάλισα, ήθελα σε κάποιον να τα πω. Βοήθησες πολύ που με άκουσες»

     Σηκώθηκε αργά, την έπιασε από το μπράτσο. Την ακολούθησε στο μονοπάτι. Πρώτη φορά την είδε να περπατά. Ήταν ψηλή γυναίκα σκέφτηκε.

     Περπάτησαν, λίγη ώρα αμίλητοι.

     «Θα σε ξαναδώ; « την ρώτησε.

     «Θα το ήθελα.»

     Ανέβηκε στο ποδήλατο και απομακρύνθηκε χαμογελώντας. Τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι.

     «Αντρή , με λένε Αντρή» φώναξε.

     «Αύριο λοιπόν» και συνέχισε να περπατά.

 



Από την συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων ( ISBN 978-9925-7723-2-2 )