Κάθε ημέρα, την ίδια απογευματινή ώρα, την
έβλεπε να κατηφορίζει το χωμάτινο μονοπάτι, δίπλα από τις αλυκές, καβάλα σε ένα
παλιό σκουριασμένο ποδήλατο. Είχε συνηθίσει πια, να βλέπει την μαυροφορεμένη
γυναίκα
να τον προσπερνά στον περίπατό
του. Δεν μπορούσε αυτή η γυναίκα να περάσει απαρατήρητη. Κάτω από το μαύρο
μαντήλι που είχε περασμένο στα μαλλιά, το ξανθό τους χρώμα της έφεγγε το
πρόσωπο. Τα μάτια της αμυγδαλωτά και γαλάζια, όμοια με το χρώμα του ουρανού
μετά από καταιγίδα. Φορούσε πάντα μια στενή φούστα που ανέμιζε. Μερικές φορές,
όταν μαζευότανε στα γόνατά της, αποκαλύπτονταν δύο υπέροχα λευκά πόδια. Ποτέ
δεν την είδε να χαμογελά. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και αντάλλαξαν
απορίες. Τίποτα περισσότερο.
Το πέρασμά της μύριζε αρχοντιά και
χάρη. Βασιλικό και δυόσμο. Μπορούσε πλέον από μακριά να αισθανθεί τον ερχομό
της. Τα πουλιά κελαηδούσανε πιο έντονα, τα δένδρα έγερναν προς τον νότο, ο
βορράς θαρρείς και τραβιότανε και μια απαλή νηνεμία κυριαρχούσε στην φύση. Οι
περιπατητές, άνοιγαν δρόμο για την ποδηλάτισσα του μονοπατιού. Και αυτή, όπως
πάντοτε, αγέλαστη και μια προσπάθεια
ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να μείνει ανέκφραστη. Ήταν εκείνες οι στιγμές που το
πρόσωπό της, έσκαγε και οι αυλακώσεις φανέρωναν τις δυσκολίες και τις λύπες,
τους αγώνες και τις προσδοκίες της από την ζωή. Μια μέρα του Νοέμβρη, καθώς
έστριβε πίσω από μια συστάδα δέντρων, του φάνηκε πως είδε να ζωγραφίζεται στην
εικόνα του, ένα μειδίαμα. Επιτάχυνε το βήμα του, να λύσει αυτή την φαντασίωση,
αλλά η ποδηλάτισσα είχε ήδη απομακρυνθεί.
Οι μήνες προχωρούσαν μαζί με τους
περιπατητές. Η ζωή βημάτιζε πάνω στο χώμα, στα φύλλα των δένδρων, στο αλάτι των
αλυκών, στην θέα των πουλιών που τσιμπολογούσαν νερό και σπόρους. Η
μαυροντυμένη ποδηλάτισσα και αυτή πιστή στον απογευματινό της περίπατο.
Είχε φτάσει το καλοκαίρι. Ο ήλιος
πιρούνιαζε τους ανθρώπους. Η υγρασία στο
νησί, είχε γιγαντώσει και όλοι αναζητούσαν λύσεις στην δροσιά των δένδρων και
στην τεχνολογία. Οι περίπατοι με δυσκολία ολοκληρώνονταν. Ο ιδρώτας έτρεχε
ποτάμι στα σώματά μας και η ζέστη διπλασίαζε την κούραση. Τα κορμιά λύγιζαν και
αγκομαχούσαν. Η κυρία με το ποδήλατο, εμφανιζότανε τώρα με πλατύ καπέλο,
σκούρου χρώματος. Ίδια έκφραση, όμοια παράσταση με τους περασμένους μήνες .
Ένα μουντό απόγευμα, που ο ήλιος πρόδιδε
την υγρασία πάνω από την λίμνη του αλατιού, η ποδηλάτισσα αφού τον προσπέρασε, έστριψε
απότομα και
σταμάτησε στο παρατηρητήριο των αλυκών. Έπιασε το στήθος της, έβηξε, κατέβηκε
βιαστικά από το ποδήλατό της και έκατσε στα ξύλινα σκαλοπάτια. Ανάσανε
βαριά και έστρεψε αλλού το κεφάλι όταν τον είδε να την πλησιάζει.
«Είστε καλά;» την ρώτησε.
«Καλά – καλά είμαι»
«Ξέρετε αν θέλετε βοήθεια»
«Δεν θέλω , ποιος σου είπε ότι θέλω, σου
ζήτησα την βοήθειά σου;» απάντησε νευρικά και επιθετικά , με το πρόσωπό της
γιομάτο συσπάσεις.
Σήκωσε τα χέρια του, θέλοντας να δηλώσει
ότι το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να βοηθήσει. Έκανε στροφή και έκανε να
φύγει, όταν άκουσε την φωνή της να γλυκαίνει.
«Σε παρακαλώ, γύρισε. Συγνώμη. Έχω, ζήσει,
νομίζω, άσχημα. Θέλω την βοήθειά σου»
Το πρόσωπό της είχε πάρει μια γλυκύτατη
έκφραση. Έδειχνε την πραγματική ηλικία της. Θα κόντευε τα σαράντα πέντε. Έβγαλε
το μαύρο μαντήλι από τα ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από τις
ακτίνες του ήλιου, καθώς τρυπώνανε, ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων.
Έκανε χώρο στα σκαλοπάτια να καθίσει αλλά εκείνος προτίμησε να σταθεί απέναντί
της όρθιος. Σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ πιο τίμιο. Οι περιπατητές ρίχνανε κλεφτές
ματιές. Έπιασε στον αέρα και κουβέντες αλόγιστες αλλά δεν έδωσε σημασία.
«Οι ηθικοπλάστες της πόλης» είπε η κυρία.
«Τι εννοείς;»
«Είναι μεγάλη ιστορία, δεν είσαι από δω.
Τα ελληνικά σου είναι πολύ καλά. Ελλαδίτης είσαι;»
«Ναι, ήρθα για δουλειά, εσύ»
«Είναι λίγο περίεργο, να μιλώ σε ένα
άγνωστο. Όμως πίστεψέ με, σε βλέπω σχεδόν κάθε ημέρα εδώ. Είσαι από αυτούς που
θα ζητιάνευα την βοήθειά τους. Έχω να μιλήσω σε άνθρωπο πολύ καιρό. Πάρα πολύ
πίστεψέ με. Σταμάτησα γιατί ένιωσα πόνο στην καρδιά. Θυμήθηκα παλιές ιστορίες
και πόνεσα. Έχω και ένα σοβαρό πρόβλημα στο στήθος.»
«Και πλέκονται και αυτοί;» ρώτησε δείχνοντας με τα μάτια του τους άνδρες που
περπατούσαν στο μονοπάτι.
«Και αυτοί και άλλοι.» είπε με
περιφρόνηση.
«Πριν από χρόνια, είχα έρθει με την γιαγιά
μου, λόγω της εισβολής στην Λάρνακα. Μεγάλη φτώχεια. Μας έδωσαν ένα σπιτάκι
στην άκρη της πόλης και μία σύνταξη στην γιαγιά για να ζήσουμε. Οι γονείς μου
χάθηκαν. Στους χίλιους επτακόσιους και άλλους τόσους σκοτωμένους ή
αγνοούμενους. Βρήκα και εγώ μια δουλειά, σε ... καλούς, με θέση στην κοινωνία, ανθρώπους
που από την πρώτη στιγμή προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν.
Ο καθένας με
τον τρόπο του. Όμως το μόνο που ήθελαν ήταν παρέα στο κρεβάτι τους. Παράλληλα,
με αυτή της γυναίκας τους. Αυτό μην το ξεχνάς. Δεν λέω, ο μισθός αυξανότανε
αρκετά. Βλέπεις με πλήρωναν κιόλας. Να περνώ καλά και να ντύνομαι. Με το καιρό,
γνώρισα ένα καλό παιδί. Έτσι μου φαινότανε. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχή. Πίστευα ότι
θα παντρευτούμε. Ότι μπήκε η ζωή μου σε μια τάξη. Κάποια μέρα όμως, όταν τον
είδα με άλλη γυναίκα και ζήτησα να μου εξηγήσει. Μου αποκάλεσε πουτάνα. Ότι
δηλαδή έβαλε στο μυαλό του αυτά που είχε ακούσει από την γειτονιά. Από όλους
αυτούς που βλέπεις τώρα να περπατούν με τις γυναίκες τους εδώ. Οι περισσότεροι
από αυτούς με είχαν πλησιάσει. Και οι πιο πολλές κυρίες που τώρα καμαρώνουν
δίπλα τους, ήταν αυτές που ψιθύριζαν τα δικά μου, τα φανερά, τα δικά τους όμως
τα κρυφά, τα θάψανε και ξεχάστηκαν. Κατηγορήθηκα για πορνεία από μερικούς και
για να σωθεί το όνομα της γειτονιάς και της κοινωνίας μπήκα φυλακή. Περισσότερο
λυπήθηκα για την γιαγιά μου. Η καημενούλα. Ακόμα και όταν άκουγε τα μύρια τόσα
από αυτούς έλεγε πως μπόρα ήταν θα περάσει. Την θυμάμαι να πέφτει στην αυλή,
μουσκεμένη από την βροχή, όταν με συλλαμβάνανε οι αστυνομικοί. Δέκα χρόνια
μέσα, για πορνεία. Τι τα θες. Μου φορτώσανε και κάποια τερατουργήματα που δεν
έκανα. Που να βρεθούν χρήματα για δικηγόρους. Η μόνη καλή μάρτυρας ήταν η
γιαγιά. Έκλαψε, ούρλιαξε, φώναξε, τίποτα. Οι δικαστές ήταν ανένδοτοι. Ένας από
αυτούς, με θωρεί κάθε ημέρα και σκύβει το κεφάλι. Τι τα θες. Η γιαγιά περίμενε
να βγω και μόλις βγήκα πέθανε. Και ησύχασε η ψυχή της. Για αυτό φορώ μαύρα»
Ακούστηκε
ένας βαθύς αναστεναγμός να βγαίνει από την ψυχή της.
«Συγνώμη αν σε ζάλισα, ήθελα σε κάποιον να
τα πω. Βοήθησες πολύ που με άκουσες»
Σηκώθηκε αργά, την έπιασε από το μπράτσο.
Την ακολούθησε στο μονοπάτι. Πρώτη φορά την είδε να περπατά. Ήταν ψηλή γυναίκα
σκέφτηκε.
Περπάτησαν, λίγη ώρα αμίλητοι.
«Θα σε ξαναδώ; « την ρώτησε.
«Θα το ήθελα.»
Ανέβηκε στο ποδήλατο και απομακρύνθηκε
χαμογελώντας. Τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι.
«Αντρή , με λένε Αντρή» φώναξε.
«Αύριο λοιπόν» και συνέχισε να περπατά.
Από την συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων ( ISBN 978-9925-7723-2-2 )