Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Η ΖΩΗ ΜΑΣ, Η ΓΙΟΡΤΗ ΜΑΣ (Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)

 



 
Μια βραδιά του Δεκέμβρη μαζευτήκαμε
στης πλατείας τα παγκάκια κι αφεθήκαμε
στα πικρόχολα τα λόγια κι αρρωστήσαμε
μ ΄ όλα αυτά που μας πέρασαν και τα ζήσαμε.
 
Κοιταχτήκαμε στα μάτια και δακρύσαμε
κι ο καθένας πήρε δρόμους και χωρίσαμε
μα υπόσχεση και τάμα όλοι δώσαμε
και τα φίδια απ την καρδιά μας ξεριζώσαμε.
 
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ζήσουμε
κάνουμε τους δυστυχείς, να ευτυχήσουμε
σε παγκάρι την ψυχή μας και χαρήκαμε
κι απ  τον ήχο των τριάντα, ζαλιστήκαμε.
 
Δώσαμε τα χέρια πάλι, γύρω απ ΄την φωτιά.
Στου Δεκέμβρη που γιορτάζει μόνο η καρδιά.
Κουμπωθήκαμε στο κρύο, στήσαμε χορό,
ήχος γνώριμος πετιέται μέσα απ  τον χαλκό.
 
Στην υγεία μας, στην υγειά μας κι άντε στο καλό
σβήσαμε με μιας τους φόβους, κράτα τον ρυθμό
τσίπουρο γλυκό να ρέει, ύμνος στην νυχτιά
κι όλοι μας, για μια στιγμή, απέραντη αγκαλιά.
 
Κι όταν πάλι κοιταχτούμε και χωρίσουμε
κάρβουνα θαρρείς καμένα και θα σβήσουμε.
Κι όταν θα κοπάσει η φλόγα, κάμε τον σταυρό
που γεννήθηκες και λάμπεις στο Στρυμονικό.
 
 

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

ΟΤΙ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΠΟΝΕΣΕ / Στη μνήμη της Φανούλας Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book) (β΄μέρος)

 

 
 
 
Το παρακάτω ποίημα γράφηκε με αφορμή ένα γάμο, μιας συνεσταλμένης- καταπιεσμένης  γυναίκας του χωριού.  Η γυναίκα αυτή τη πρώτη νύχτα του γάμου για άγνωστους ακόμα λόγους εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη. Έκτοτε ζούσε στη μικρή παράγκα μαζί με τη γιαγιά της, στην ίδια γειτονιά με την οικογένειά μου. Αργότερα, μετά το θάνατος της γιαγιάς της, έμενε σε συγγενικά σπίτια, σε άσυλα, γηροκομεία, κτίσματα εκκλησιών, μέχρι που παρέδωσε  το πνεύμα της, κοιμήθηκε και ηρέμησε! Θεωρώ ότι η κοίμησή της ήταν το θεϊκό δώρο που περίμενε η ψυχή της για να γλυτώσει από την καταφρόνια και την περιθωριοποίηση του χρόνου και των ανθρώπων.
 
 
Καλοκαιράκι φύσηξε, χτενάκι στα μαλλιά της.
Το νυφικό μια Κυριακή, στόλιζε η γιαγιά της.
 
Πως την μεγάλωσε εκεί;Σε ένα χαμοσπίτι.
Ψίχουλα έδινε σ ΄αυτή, όμως και στο σπουργίτι.
 
Μα τράνεψε και έφτασε,ο χρόνος να την ζώσει,
μ΄ ευχές την έντυσε ζεστά, σ΄έναν γαμπρό να δώσει.
 
Ότι πολύ την πόνεσε,ανοίγει το τεφτέρι,
χάδι στο χέρι όμως ζωής, που εγγόνια θα της φέρει.
 
Ο γάμος βράδυ έγινε,η εκκλησιά γεμάτη,
κάνανε τάμα οι χωρικοί, να μην τουςπιάσει μάτι.
 
Το νυφικό κρεβάτι της, στα μαύρα τυλιγμένο.
Και η τιμή της κόρης μας, τσεμπέρι ήταν δεμένο.
 
Κάποια αστέρια φώναξαν, την κόρη να γυρίσει.
Μα η κόρη έτρεχε πολύ, ποιος να την σταματήσει.
 
Κράτησε μέσα την τιμή, στο σώμα όμως θαμμένη
με το σεντόνι φάνηκε, στο βάθος τυλιγμένη.
 
 
 
Τα χάδια απ΄ της γειτονιάς  το χέρι, αγκαθάκια.
Αφήνανε τα δάκρυα,υγρά περιστεράκια.
 
Χώθηκε μες στα κλάματα, στην μαύρη αγκαλιά της,
κι έζησε στην παράγκα της, μαζί με τ΄όνειρά της.
 
Φανούλα κάποιοι είπανεπως ήταν τ΄ όνομά της
μα τώρα φως στον ουρανό, μαζί με τη γιαγιά της.
 

Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία! / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 




Άδοξος ποιητής στο νησί της Αφροδίτης, διαβάζοντας τις απόψεις και τις γνώμες για την απονομή των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας, ειδικότερα στην ποίηση και την αντιπαράθεση που ακολούθησε, ξεκίνησε να γράφει μια νέα ποιητική συλλογή με την κρυφή ελπίδα να κερδίσει κρατικό βραβείο λογοτεχνίας στην Κύπρο την επόμενη χρονιά!

 



Παρακάτω το πρώτο ποίημα της συλλογής!

 
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία!
 
Γράφω, φτωχός ο ποιητής, μια συλλογή αθλία,
μήπως του χρόνου διακριθώ στα κρατικά βραβεία,
λογοτεχνίας βέβαια. Να σκάσουνε κι οι φίλοι
κι όσοι με απαρνήθηκαν μακριά στο ένα μίλι!
 
Γράφω για ένστικτα βαθέως του ανθρώπου,
για δυο ελιές που φύτρωσαν στο κάτω του προσώπου.
Γράφω για τα όμορφα βυζιά της θείας θεοδώρας,
που τα ΄ξερε κι ο Μανολιός εντός της ενδοχώρας!
 
Την έστειλα στο Chatbot App μου είπε με καμάρι,
πως είναι αριστούργημα! Έχει περίσσεια χάρη.
Ουδείς στραβός δεν θα τη δει, μα κείνοι θα την δούνε,
γιατί έχουνε μεγάλο νου και μέσα που μπορούνε!
 
Μιλώ για την επιτροπή που είναι παινεμένη
γνωρίζουν από ποίηση κι ειν΄ όλοι τους κρουσμένοι!
Μα εγώ δεν τα πιστεύω αυτά ω! νέε καλλιτέχνη.
Πες μας πως θα πηδήξουμε, γιατί κι αυτό είναι τέχνη!
 
Εννοώ, τα εμπόδια που στη ζωή θα βρούμε,
γιατί η Κύπρος καίγεται, μαζί της θα καούμε.
Λένε πως κάποιος σοφιστής πάντα τ΄ απίδια ξύνει
και γρίφους εις την ποίηση μαζί με κείνους λύνει!
 
Ποιητική η συλλογή που γράφω για να μείνει
εις τους αιώνες πάντοτε τροφή και νου να δίνει.
Και αν ποτέ κανείς θα πει, πως ήταν για τα μπάζα
εγώ σαν μια βοήθεια την στέλνω ως την Γάζα!
 
Έτσι λοιπόν αγαπητοί, άδοξοι ποιητές μου
αφού εγώ θα βραβευτώ, λατρέψτε τις γραφές μου!
Και σεις, λιβέλους γράψετε, καπνίστε κι ένα μπάφο
Έτσι κι αλλιώς να ξέρετε, στα «κάκαλα» σας γράφω!

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Με αγάπη / Δημήτριος Γκόγκας

 της Στρατούλας


Με αγάπη και λουλούδια 
και με τον ήλιο στο βουνό, 
θα κεντήσω δυο τραγούδια 
για να σου πω πως σ΄αγαπώ. 

Το σ΄αγαπώ όσοι το ζούνε
έχουν λιακάδα στην ψυχή.  
Μαζί τους πάντα ξαγρυπνούνε 
αόρατοι αστερισμοί! 

Με αγάπη θ΄ανεβούμε,  
βήμα το βήμα,  το τραχύ 
μονοπάτι και θα βγούμε,  
σ΄απόκρυμνη βουνοκορφή! 

Την αστραπή όταν θα βρούμε 
θα γευτούμε ουρανό 
και μαζί θα αισθανθούμε 
όλο τον κόσμο στο κενό!

Κλείσε τα μάτια και κοιμήσου, 
πάνω στο στήθος μου εσύ 
γίνε το αλφα της αβύσσου 
και γω μια στάλα απ΄την βροχή!





Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ/ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ (Ποιητική Συλλογή: ένα τετράδιο για το Στρυμονικό)

 

 

Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
 
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες εμείς σας  το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
 
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ ΜΟΥ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ (Ποιητική Συλλογή: ένα τετράδιο για το Στρυμονικό)

 

 

Την αυλή του σπιτιού μου την κλείνει ένας τοίχος
που έχτισε πριν χρόνια ο καλός μας πατέρας.
Σαν αγκύλη που μέσα πλανιόταν ο στίχος.
Σαν τα στήθη που κλείνουν την καρδιά της μητέρας.
 
Στην αρχή δεν φαινόταν πως θα ψήλωνε άλλο.
Μα ο πατέρας το είχε και καημό και τιμή.
Κι έτσι λίγο νερό, λίγο χώμα, και τον κάνει μεγάλο
αγαπούσε να βλέπει πιο κλειστή την αυλή.
 
Οι γειτόνοι κοιτάζαν με πελώρια μάτια.
Δε ρωτούσαν. Δέος τους κρατούσε μακριά.
 Ίσως θέλαν μια μέρα να τον δούνε κομμάτια
μα τα χέρια απ΄ τον φόβο είχαν πιάσει σκουριά.
 
Η αυλή και ο τοίχος του καλού μας πατέρα
κεντημένοι με τάξη, με κλωστή με βελόνα.
Κάπου – κάπου στην πόρτα μια γλυκιά καλημέρα
και το βράδυ το φως που ΄ριχνε η κολόνα.
 
Τι κι αν ήρθαν δασκάλοι που κρατούν τα πρωτεία.
Τι κι αν ήρθαν του κόσμου, με την σμύρνα, οι σοφοί.
Τι κι αν ήρθαν οι άλλοι που αντλούν εξουσία.
Ο πατέρας γελούσε: είν΄ δική μου η αυλή.
 
ΚΙ έτσι ο τοίχος κρατούσε. Και περίεργο ήταν,
ο καλός μας πατέρας μια αυλή διοικούσε.
Ειν΄ δικός μου ο κόσμος έχω γη κι ουρανό
δεν μπορεί να τα πάρει της ζωής το θεριό.