Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Η Θυσία / Δημήτριος Γκόγκας




Μέρα του Δεκέμβρη. Ο μικρός θεός γεννήθηκε, οι τρεις μάγοι δώσανε τα δώρα και επέστρεψαν στις πατρίδες τους, το αστέρι της Βηθλεέμ χαμήλωσε τα φώτα και οι ποιμένες συνέχισαν τη ζωή τους.

Όμως, σε κάποιο πλινθόκτιστο σπιτάκι μια νεαρή μητέρα προσπαθεί ανάσταση να κρύψει το νεογέννητο της. Οι στρατιώτες του Ηρώδη πλησίαζαν στο χωριό. Ήδη, θρήνος είχε απλωθεί στη χώρα, από την άδικη σφαγή αθώων παιδιών από το σπαθί του Βασιλέα.

Σήκωσε ψηλά τα χέρια, ικέτιδα, έσκισε το κορμί και πέταξε τα σπλάχνα της. Έκρυψε στα σωθικά το βρέφος της. Οι στρατιώτες ήρθαν και έφυγαν. Η αιματοβαμμένη γυναίκα στο πάτωμα, μόνο χλευασμό του προκάλεσε. Δεν κατάλαβαν τη θυσία. Τότε ο Χριστός γεννήθηκε ξανά και το αστέρι φώτισε και πάλι τη γη.

Ο άσωτος σκύλος



Κοίταξε από το παράθυρο και ένας βαθύς αναστεναγμός ξεπήδησε από το στήθος του. Σήκωσε τη μουσούδα, τέντωσε τα αυτάκια του και τίναξε τη φουντωτή ουρά, από θλίψη, οργή και αγανάκτηση. Απέναντι, στη γωνιά του δρόμου, κάτω από το θολό φως της κολόνας, έστεκε μέσα στο δυνατό κρύο ο άσωτος αδελφός του. Το ξύλινο παγκάκι, κάπως τον προστάτευε από το πυκνό χιόνι του Δεκέμβρη.
Ταράχτηκε. Ένιωσε το άδικο της ζωής μέσα του. Είχε περάσει τόσος καιρός! Δεν ξέχασε, πόνεσε, συγχώρησε. Γάβγισε τρεις φορές και φώτισε ο δρόμος της επιστροφής. Τον οδήγησε με ευγένεια στη ζεστασιά. Η θαλπωρή έσπασε τον πάγο της σιωπής. Αποκοιμηθήκανε. Μακριά γεννιόταν το θείο βρέφος. Το πρωί ξυπνήσανε από τις φωνές μικρών παιδιών που τραγουδούσανε τα κάλαντα των Χριστουγέννων.



σημείωση: Τη φωτογραφία είναι από τον ιστοχώρο: https://iselida.gr/index.php/zwa/item/1447-ki-omos-ta-skylia-kryonoun-ton-xeimona-symvoules-ton-eidikon

Η απαγωγή ενός στίχου / Δημήτριος Γκόγκας




Είχε σχεδιαστεί με απόλυτη ακρίβεια. Και πέτυχε. Τον κλείσανε μέσα σε παράταιρο ποίημα και αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή ότι ανήκε αλλού. Τον φίμωσαν, απείλησαν ότι θα κάνουν κακό σε άλλους συγγενικούς στίχους. Στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του, κούρνιασε και κλείδωσε το νόημα και τη μουσικότητά του. Βουβάθηκε. Στο νέο ποίημα, με απλότητα γέμισε κάποιο χώρο.
Οι μέρες πέρασαν, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του. Μυστικό δεν ήταν. Ο κτήτορας είχε αποβιώσει πριν χρόνια και οι κοντινοί του άνθρωποι, χαρακτηρίζοντάς του τρελό, δεν είχαν ενδιαφερθεί για τα παιδιά του. Τι παιδιά είναι τούτα έλεγαν, στίχοι;
Ξαφνικά μια χαμένη άνοιξη ένιωσε και πάλι, πέννα να τον ανασταίνει σε άλλο ποίημα. Απήχθη, αιχμαλωτίστηκε εκ νέου. Στο τμήμα μίλησαν για οργανωμένο έγκλημα.

Ο ξεραμένος πλάτανος



Μέσα σε ένα σκεβρωμένο βιβλίο δημόσιας βιβλιοθήκης, ταλαιπωρημένος καθότανε ένας ξεραμένος πλάτανος. Στη μέση μιας πλατείας. Εκεί κατέληγαν πετρόχτιστα σοκάκια. Στα πόδια του, μια βρύση, χτιστή με πέτρα και αυτή.
Το δέντρο ασφυκτιούσε μέσα στην εικόνα και οι ρίζες του αδύναμες. Η μπογιά ξεράθηκε και πουθενά δεν υπήρχε νερό για να δροσιστεί. Ακόμα και η βρύση είχε στερέψει.
Κάποια στιγμή ο βιβλιοθηκονόμος προσπαθώντας να ταξινομήσει τα βιβλία, έριξε από λάθος το βιβλίο στο σφουγγαρισμένο πάτωμα. Η μυρωδιά του νερού ξύπνησε το δένδρο και με όσες δυνάμεις του απέμειναν, άπλωσε ακόμα περισσότερο την μακρύτερη ρίζα του, ρούφηξε αχόρταγα λίγες όξινες σταγόνες από το δάπεδο και φωτίστηκε το χαμένο χρώμα του.
Το βιβλίο δανείστηκε. Ο πλάτανος ποτέ ξανά μόνος του.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Νάρκες στο μυαλό του





Το τελευταίο διάστημα είχε πονοκεφάλους. Παυσίπονα έπαιρνε αλλά ανώφελο. Στη δουλειά τον ταλαιπωρούσε ένας άξεστος επιστάτης, τα είχε βάλει με γειτόνους που πετούσαν σκουπίδια στον δρόμο, τον εκνεύριζε η τηλεόραση, έβρισκε άνευρα τα νέα λογοτεχνικά βιβλία σε σημείο υπανάπτυξης του λόγου. Οι πολιτικοί, του ήταν αδιάφοροι, «όλα προσχεδιασμένα» έλεγε και το μόνο που του έμεινε σιμά ήταν η οικογένειά του. Αν και μακριά στον ορίζοντα ήθελε χρόνο δικό τους. Τους αγαπούσε όμως και ο σιωπηλός χρόνος μαζί τους ήταν ολάκερος ο χρόνος του.

Τήρησε τη συμβουλή της γυναίκας του. Επισκέφτηκε παθολόγο, πήρε και πάλι παυσίπονα.  Ακολούθησε η διάγνωση χειρούργου. «Αγαπητέ μου, δεν έχετε τίποτα πλην τριών ναρκών στον εγκέφαλό σας. Θα εκραγείτε εντός του επόμενου έτους» Καθώς φεύγετε πληρώστε στην υποδοχή.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Η άρρωστη ταμίας



Είχε αποφασίσει να μην αλλάξει την καθημερινότητά ακόμα κι όταν θα το μάθαινε η οικογένειά της. Της είχαν απομείνει ελάχιστοι μήνες ζωής, «σε προχωρημένο στάδιο» είπε κοφτά ο θεραπευτής. Δεν προλάβαινε ούτε την επιθυμία της να εκπληρώσει. Να σκοτώσει τον ιδιότροπο πελάτη, του πολυκαταστήματος που δούλευε.
Χτυπούσε την ταμειακή μηχανή γρήγορα, σαν να εξαρτιόταν από την ταχύτητα η ανάρρωσή της. Οι ήχοι σταματούσαν κάθε που το βλέμμα του, την έκοβε καθέτως. Στεκόταν απέναντί της, με κείνη την αδιάκριτη, ειρωνική και υποτιμητική στάση.
Σήμερα θα πέθαινε. Δεν γνώριζε αν θα ήταν πρωί, μεσημέρι. Προτιμούσε δείλι. Συγύρισε επιμελώς τον εαυτό της, πήγε κανονικά στη δουλειά, καλημέρισε αόριστα και πάτησε απαλά τα πλήκτρα της ταμειακής. Ο πελάτης βρέθηκε νεκρός στο διάδρομο με τις βαλίτσες!