Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- Δημήτριος Γκόγκας (βιογραφικό σημείωμα)
- ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Β΄Μέρος
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Α΄Μέρος
- Δέκα [10] μικρά ταξίδια
- Ξέρω ένα Τόπο / Α΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Β΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Γ΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Δ΄
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Α΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Β΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Α΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Β΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Δ΄ μέρος
- Κάμπος μιας Νιότης (απόσπασμα)
- Σημείο Συνάντησης [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου]
- Απανθίσματα [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου/Χ.Γαλιάνδρα]
- Ταξίδια Πολύτιμα του Νου[Δ.Γκόγκας, Σ.Σκουλίκα, Α.Βλαχιώτης, Ε. Δράτσελος],
- 199 χρόνια Ελεύθερης Ζωής +1 (αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821)
Τρίτη 5 Απριλίου 2022
ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ* του Δημητρίου Γκόγκα
1
Ελάχιστο χρόνο μετά τον θρήνο των ανθρώπων
και τον άδικο ξεριζωμό απ΄ τα κοκκινοχώματα
συνάχθηκαν οι ασώματοι, σαν σε κρυφό σχολειό
να πενθήσουν των άλλων τις ψυχές,
που τις είπανε αγνοούμενους στα ενωμένα σημεία των εθνών,
τους ονομάσανε πρόσφυγες
και στις έννομες πράξεις και τα συγχωροχάρτια εκτοπισμένους.
Στον ίδιο τους τον έρημο τόπο.
Τέτοια πράματα, τέτοιες λογής του μέτρου αποκοτιές.
2
Και σένα χωμένη βαθιά στην άμμο, σε
βαφτίσανε κοιμώμενη, αιώνια πόλη.
Πλην εμού, ναι πλην εμένα, εξοστράκισέ με, που δεν σε γνώρισα.
Δεν σε αναγνώρισα, τόσο ξακουστή που ήσουν!
«Οι συγκυρίες της άθλιας ζωής» ψιθύρισα.
Ξένος εστί, εν τη Κύπρο ξένος!
3
Και τότε, πριν ακουστεί το λάλημα τρις,
φανήκαν από τα πάνω διαζώματα του κάστρου,
οι βασιλείς και οι αρχιτέκτονες,
οι κυβερνήτες και οι περισπούδαστοι της αυλής.
Ο Ονήσιλος, οι Πτολεμαίοι, η Αρσινόη, ο Τεύκρος και η Θεοδώρα.
Κι άνοιξαν το μαινόμενο κιτάπι της ιστορίας,
να δούνε στους χρόνους της σιωπής,
γραμμένη την πόλη και στον μέλλοντα και στον εξακολουθητικό,
όπου η σκουριά και η εγκατάλειψη θα είχαν τον πρώτο λόγο.
Ξωπίσω,
ο Χριστόφορος Μόρος και το αιματοβαμμένο σκήνωμα του Μάρκου Αντωνίου,
κρατώντας τις κούφιες συμφωνίες σφικτά στις νεκρές του παλάμες.
Και δεν βρήκανε αποδείξεις και
υπογραφές
και αγαλλίασε το πνεύμα και το σώμα αναθάρρησε,
στις νεκρές ώρες και τις άλαλες μέρες των ασήμαντων.
Και ύψωσαν τα χέρια στον γλαυκό ουρανό
και ένωσαν αδελφικά τους δείκτες ως τον πικρό παράδεισο.
4
Κι ήταν πολλοί, ως οι κόκκοι της ακροθαλασσιάς
κι έβρεχε κίβδηλα κι αληθινά δάκρυα, που σχημάτισαν δυο ποταμούς,
πλημμύρισαν το πλήθος της πόλης κι έλιωσαν την.
Κι ήρθαν από τον βορρά και από τα παράλια της άλλης πατρίδας
τόσοι πολλοί που ύψωσαν συρματοπλέγματα και τείχη,
κολόνες και φράκτες, σίδερα κι άλλες λογής ανθρώπινες δουλείες.
Και γίνηκαν άδεια τα σπίτια, κενοί οι δρόμοι,
αφημένες αναμνήσεις στους τοίχους,
πορτραίτα συναισθημάτων αιωρούμενα,
παραθύρια κλειστά, γαντζωμένες μορφές στις κουρτίνες,
τρίμματα φωτογραφιών, θρυμματισμένες καρδιές
και χρόνιους επισκέπτες τα φίδια και τα ερπετά
και θλιβερούς ημισελήνους.
Αφέθηκαν ακυοφόρητες οι πορτοκαλιές,
αγέννητες οι λεμονιές
και η άμμος να χρυσίζει όσο ποτέ άλλοτε.
Κούρνιασαν τα ηλιοβασιλέματα πίσω από τις εκκλησιές,
οι συνειδήσεις έτειναν προς τη λήθη,
στάχτη οι αλήθειες, μαρμάρωσε το σήμερα και το μέλλον στα σχολειά,
κι ανέγγιχτο ήδη προκαταβλήθηκε ως παρελθόν.
Σφουγγάρια γινήκαν οι ακρογιαλιές της.
5
Κι έμεινε μισό αιώνα,
κι ήταν ως μεγάλος αιώνας στη μικρότητα του κόσμου,
στέρεα η καρδιά και άτεγκτοι οι πνεύμονες.
Τι να έγινε η ρώμη εκείνων των ανδρών
και των αμούστακων αγοριών του Ευαγόρα;
Μήπως σκιές αζήτητες στα παζάρια των
λαών,
αναφωνώντας μοναχά ένα μαρτυρικό τετέλεσται;
6
Αμμόχωστος: Μην αδικείς τον κόσμο, καθώς σε αδίκησε.
Δεν έμαθε ποτέ του κόρη μου, τι κακό σου έκαμε!
Και σου οφείλει τον νόστο για συγχώρεση!
Δευτέρα 4 Απριλίου 2022
ΔΙΕΞΟΔΟΣ* του Δημητρίου Γκόγκα
Το ποίημά του "ΔΙΕΞΟΔΟΣ" έλαβε το Γ΄βραβείο στον Λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού "ΚΕΛΑΙΝΩ" /2020
Όσο πλησίαζε η αναμενόμενη επιστροφή,
κοιμόταν σε καμένη ηλιαχτίδα.
Δεν μπορούσε να πλησιάσει την άκρια του ανέμου.
Που να πάει;
Φύλλο ξεραμένο, λησμονημένο από τα αδέλφια του.
όμοια σκιά ενός δένδρου στην έρημο.
Μια στεγνή δροσοσταλιά πάνω στο διψασμένο δέρμα του,
αλλόκοτη ανησυχία.
Μια Κερκόπορτα ρημαδιό
κι αυτή σε σελίδα ενός ευαγγελίου.
Σφαλιστή.
Λιώμα το αιμάτινο βουλοκέρι.
Γέλωτες και μειδιάματα οι πολεμόχαροι οσιομάρτυρες.
«Διέξοδος» ψέλλιζε κι έβλεπε μια όαση,
λουλούδια, γιρλάντες και νερό να πλημμυρίσει ένα καινό όνειρο.
κι όπως εξοστράκισε τον ουρανό
είδε το φίδι να του χαρίζει το κόκκινο μήλο.
ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ * / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
* Γ΄Βραβείο στον 10ο λογοτεχνικό διαγωνισμό
του ΕΠΟΚ στην κατηγορία: Μουσικός Στίχος
Είναι ένας μύθος που κραδαίνει χίλια χρόνια και αναβλύζει μία αύρα μυθική.
Κάποιο καράβι με τρεις- τέσσερις εμπόρους, πρωί σαλπάρισε
με τ΄ άσπρα του πανιά.
Τριακόσιοι αμφορείς γεμάτοι σπόρους, στ΄ αμπάρι του γλυκόπιοτα κρασιά.
Κακή του τύχη λίγο έξω απ΄ το λιμάνι, ο Ποσειδώνας με την
τρίαινα χτυπά.
Η μαύρη θάλασσα την ψυχραιμία χάνει και καταπίνει ότι στη
ράχη της πετά.
Δέκα αιώνες σ΄ ένα ύπνο βυθισμένο, από το σκότος λίγο
ήλιο πεθυμά.
Το ξύλινο κορμί μονάχο, σαπισμένο και το κατάρτι σε
κομμάτια ξεψυχά.
Ένας τενόρος βουτηχτής μ΄ ένα αγκίστρι, σε χρόνο διάφορο
το βρήκε μιαν αυγή.
Δένει την πρύμνη και την πλώρη μ΄ ένα δίχτυ και τ΄
ανασταίνει η φωνή του ν΄ ακουστεί.
Οι ναυτικοί που χάθηκαν μαζί του, φαντάσματα στου κάστρου
τις ρωγμές.
Μικρά αστέρια στην βαριά αναπνοή του, σαν ζωντανεύουν στο
κατάστρωμα ψυχές.
Κι ο Ανδρέας* που το βρήκε να κοιμάται, με τη μάσκα του,
του έδωσε πνοή.
Γι αυτή την πόλη που το δένει να λυπάσαι, γιατί βρίσκεται
σε μαύρη κατοχή.
Το καράβι σου Κερύνεια θυμίζει, μια ειρήνη που βυθίστηκε
νωρίς.
Μια ειρήνη που τη χώρα σου χωρίζει. Δυο κομμάτια που
αιωρούνται επί γης.
*Ανδρέας
Καριόγλου: Ανακάλυψε το ναυάγιο το Νοέμβριο του 1965 σε μια κατάδυσή του.Όταν
αναδύθηκε δεν άφησε κάποια σημαδούρα με αποτέλεσμα να χάσει τα ίχνη του. Με το
χρόνο βούτηξε πολλές φορές ώσπου κατάφερε να το ξαναβρεί το 1968.
Κυριακή 3 Απριλίου 2022
Οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες του Δημητρίου Γκόγκα
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ ΚΟΛΟΝΕΣ
Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των άηχων λέξεων
αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους.
Κάτω από σεμνότητα και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις.
Όσα σκιερά χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα κοινά ποτήρια
δίναν πρόχειρα τη θέση τους στα γυάλινα βάζα των ανθρώπων,
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, σκυφτές, κυρτωμένες,
κάτω από το λιγοστό φεγγάρι και από τις πισσωμένες κολόνες.
Το γλαυκό νερό στο ποτήρι, έπαιρνε χρώμα από τη αλύτρωτη σήψη,
από την ανοικτή πληγή της σήψης τους.
Το ξεθωριασμένο καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα.
Μικρά ανήλιαγα και σκόρπια μεγάλα διαλλείματα κι η επιμονή μεσουράνημα.
Αγκάλιαζαν ζεστά την κούραση σαν το τρίτο αποδεκτό στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η ακάματη κούραση και το κυπαρίσσι κολόνα.
Στους κενούς ήχους και τις λέξεις κραυγές, καθώς καθάριζαν,
έπλυναν το άσπρο κάτασπρο, τίναζαν τις εκκωφαντικές έννοιες.
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν σιωπηλά, με το δασύ φρύδι ανασηκωμένο.
Καθώς,ως το κρυφτό του φεγγαριού,
δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το μαύρο τσεμπέρι
έπιαναν τη σφαδάζουσα μέση με το ‘να χέρι
και ο μακάριος κάματος έδερνε σαν καμουτσίκι την μεθυσμένη ανία,
έκαμε,ηλιοκαμένη, την πανώρια εμφάνιση της, η κατάρα.
Το βράδυ, οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες,
έπρεπε να είναι και πιστοί σύντροφοι.
Τρίτη 29 Μαρτίου 2022
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ * και Ωράριο Εργασίας Δημήτριος Γκόγκας

Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
**
ΩΡΑΡΙΟ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Δίπλωναν απ΄ την
ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την
δουλειά
στην γιομάτη από
εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα
ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο
ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον
θάνατο
υποταγή στη ζωή του
χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις
υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο
εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές
υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!
* Τα παραπάνω ποιήματα συμπεριλήφθηκαν και στο Καλιτεχνικό Ημερολόγιο 2021
Προσφύγων Νόστος
Κυκλοφόρησε το Βιβλίο "Προσφύγων Νόστος" του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου. Είναι μια ανθολογία Ποίησης Κυπρίων Λογοτεχνών με εικαστικά έργα Κυπρίων Καλλιτεχνών, με αφορμή τα 100 χρόνια μνήμης τυ Προσφυγικού Μικρασιαστικού Ελληνισμού. Ανάμεσα στους εξαίρετους Κύπριους Ποιητές είναι τιμή που συμπεριλαμβάνεται και το δικό μου όνομα και η δική μου συμμετοχή [δύο ποιήματα]
ΤΟ
ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης.
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε.
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας.
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν.
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει,
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την
άβυσσο.
**
ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ
ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ…
Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς,
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης.
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε.
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας.
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν.
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει,
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
Της
Κύπρου και της Αμμοχώστου
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς,
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)