Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Ακέφαλη καρέκλα / Δημήτριος Γκόγκας


 

Απέναντί του μια ακέφαλη καρέκλα
Την αντικρύζει κάθε μέρα.
Και μάρτυρά του ο Θεός 
την ομοιάζει με σκελετό που ξεθάφτηκε χωρίς το κρανίο.
Έχει κορμί, έχει πόδια μα ακέφαλη ως είναι δεν απαντά στις εκκλήσεις του
Δεν απαντά στις ερωτήσεις του
Γιατί;
 
Έτσι με ταπεινότητα ρίχνει το βλέμμα στο Θεό
Α τούτος φταίει που τον έκανε λεύτερο
Επέλεξε τη σκοτοδίνη κι ήρθε ο θάνατος
Κι έτσι απουσιάζει τις Κυριακές από το τραπέζι στο πατρικό
Κι έτσι είναι αδειανή και ακέφαλη η καρέκλα
Κι έτσι μένει κενό το πιάτο
Κι έτσι υψώνει το πνεύμα στον ουρανό και πλησιάζει το ετοιμόρροπο ταβάνι
 
κι αυτή η εικόνα είναι θεϊκή;
Αναρωτιέται και σταματά τη γλώσσα που έκπληκτη αναμασά προσευχές και παρεκκλίσεις
Ύστερα πάει στο εικονοστάσι κι ανάβει το καντήλι
Τουλάχιστον να ζεσταίνεται κάτω από τα κλινοσκεπάσματα της γης
Κι ας μένει ακέφαλη η καρέκλα!
 

 

 

 

ΦΥΛΕΣ / / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

                                                                                                                        10 Ιανουαρίου 2003



ΦΥΛΕΣ


Μες στην κοιλάδα του Πανσίρ
,
Απόρησε ο λερός μικρός με το τύμπανο κρεμάμενο στους ώμους
και τη σκανδάλη βέρα στο δάκτυλο.
Πως έφτασαν ως εδώ τόσοι πολλοί ξένοι;
Τόσοι στρατιώτες κρυμμένοι πίσω από το αλφάβητό τους.

Στο τετράδιό του μουντζούρωνε ακόμα αριθμούς σκοτωμένων.

ΧαζάροιΠαστούν,  ΤατζίκοιΑϊμάκοι,
Τουρκομάνοι, Βαλούχοι, ΜπαλόχΠασάγοι
Νουριστάνοι, Μπραχούι, Παμίροι, Γκουρτζάρ και Ουζμπέκοι
κουβαλούν στις πλάτες τους,
σ΄ ένα άπλυτο δισάκι την έχθρα των αιώνων.
Ανεμοστρόβιλοι φυλές σκορπίζουν και σκορπίζονται.

Σαν φύλλα,
Σαν σκόνες, στάχτες,
και σκουπίδια.

Που πάνε ;
Ποιοι είναι τούτοι που ήρθανε;
Τι γυρεύουν;

Ας τους αφήσουμε μονάχοι τους να παίζουν, με τις σπάθες, 
τις χατζάρες με τις μοίρες τους.
Στο σκάκι από λάπιςυπάρχει πάντα η ισοπαλία!

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 


Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ


Ιανουαρίου 2003

Ακούγεται στο βάθος του διαδρόμουο ήχος της Πατρίδας.
Φωτίζει η φεγγαρόσκονη κι η πόρτα ξύλινη,
πό της σάπιας βίδας, το πήγαινε έλα –  έτοιμη να σπάσει.

Και τούτο στρατιώτη θα περάσει.

Ακούγεται ψηλά σαν κρόταλοο ήχος του θανάτου.
Πόση απόλυτη ερημιά, μέσα σε μία μυρωδιά.
Σαν βότσαλο που γλίστρησεστης θάλασσας τον πάτο.

Και την ψυχή μας θα δαμάσει.

Οι κύκλοι χάθηκαν και δεν θα βγεικείνη η γοργόνα που ρωτά,
για τον χαμένο βασιλιά.
Αφήστε τον να κοιμηθείείναι αργά κι έχει κρυώσει το κορμί.

Τον δρόμο του έχει χάσει.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΟΡΑΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ/ Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 

18 Δεκεμβρίου 2002


ΑΟΡΑΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

(γυναίκα του Αφγανιστάν)



Κάτω α
πό την πολύχρωμη μπούρκα,
το μπλε των ματιών δεν ξεχωρίζει.
Είσαι αόρατη σκιά,
Φάντασμα στους πολύβουους δρόμους
στα πλίνθινα χωριά  και στις μεγάλες πόλεις.
Έτσι μπορείς να ζεις,
σαν μια αόρατη σκιά,
σαν φάντασμα στους δρόμους.

Μπορείς και περνάς, μέσα από τοίχους,
πέτρες λάπις, σπηλιές με αιμοδιψείς αντάρτες,
μπορείς να ταξιδεύεις αόρατη γυναίκα της Καμπούλ.
Άυλη σκιά και φάντασμα στους λιγδωμένους δρόμους.

Είσαι μια λέξη,
Μια μικρή τιποτένια λέξη, αν μπορεί να υπάρξει ποτέ στους αιώνες τιποτένια λέξη!  
Μια μαύρη κουκίδα στίξης στη νύχτα που πλέει στα μάτια μας.
Τα μάτια σου φυλακισμένα πίσω από δίχτυα.

Πεταμένη στην ώρα, στη μέρα, στο χρόνο. 
Διωγμένη από αγκάλη μάνας, πατέρα, συζύγου.
Καθισμένη στην σκασμένη άκρη του κεντρικού δρόμου.
Μια νάρκη!
Πέτα την μπούρκα να φανεί το μπλε των ματιών σου!

Εξοστρακισμένη.
Στο μακρινό ποτάμι του χωριού σου.
Σε απόκρημνα όρη που δεν πάτησες.
Σκοτωμένη γιατί πόθησες τη λευτεριά.
Ατιμασμένη γιατί θέλησες να δεις.
Πότε θα βρεις τα μυστικά σημάδια που αλλάζουν την μορφή σου
Κάτω από κείνη την γκρίζα φυλακή φτερούγα που στιγματίζει τα μάτια;
Ποια φτερούγα είναι φυλακή;


Με πίκρα κεντάς την φυλακή
και ξετυλίγεις τον μίτο που οδηγεί στο αδιέξοδο.

Σου έπιασαν και πάλι βίαια από το μπράτσο
Αφόρητος πόνος
Κάνει ένα γύρο από τις άλλες έννοιες σου,
βαθύ σημάδι στο δέρμα σου,
πριν χωθεί παραμάσχαλα δίπλα από το ψημένο ψωμί.

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

"Η Λίλιαν δεν πήγαινε τις Κυριακές στην Εκκλησία" του Δημητρίου Γκόγκα

Επισημάνσεις: 

α: Το μικρό διήγημα εμπίπτει στην κατηγορία του ακατάλληλου!
β. Τυχόν ομοιότητες ονομάτων και γεγονότων είναι συμπτωματικές, οπότε η ιστορία ανήκει στη σφαίρα της μυθοπλασίας
γ. Ο πίνακας είναι από την ιστοσελίδα: https://e-pinakes.blogspot.com



   


Το γνωρίζαμε όλοι. Η Λίλιαν δεν πήγαινε τις Κυριαές στην εκκλησία. Πάνω στο ομορφάδα της, προτιμούσε να περνά το χρόνο της, πηγαίνοντας πέρα- δώθε στο στενό μπαλκόνι του διαμερίσματος που έμενε μαζί με τον πατέρα της, απέναντι από το στρατόπεδο της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών στην πόλη των Τρικάλων. Πριν καλά- καλά ξημερώσει και ο καυτός ήλιος χτυπούσε τον θεσσαλικό κάμπο, άνοιγε την μπαλκονόπορτα, φορώντας το άσπρο της μεταξωτό νυχτικό, αφήνοντας ξεκούμπωτα τα κουμπιά στο ύψος του στήθους. Αποκάλυπτε έτσι προκλητικά τις γραμμές του λαιμού της, που άγγιζε με τα ακροδάκτυλά της. Ύστερα καθόταν με τα πόδια ανοικτά, κρεμώντας κομμάτια του φορέματος της ανάμεσα στα γυμνά μπούτια της και τείνοντας το χέρι μπροστά, ήταν σα να καλούσε όλους τους άνδρες του κόσμου σε ερωτική σύναξη. 

    Οι μαθητές το ήξεραν πολύ καλά αυτό, το καταλάβαινα και εγώ. Και κάθε πρωινό της Κυριακής, μέρα εξόδου στην μικρή πόλη, έτρεχαν στο παράθυρο του 1ου λόχου, που έβλεπε στο διαμέρισμα της Λίλιαν και περίμεναν υπομονετικά την έξοδό της. Εκείνη με ένα ένα προκλητικό μειδίαμα , έβγαινε θριαμβευτικά σαν αρτίστα του καμπαρέ και λικνιζόταν μέχρι να πάρει τη θέση της στην ψάθινη καρέκλα. Κάπου- κάπου ακουγόταν η φωνή του πατέρα -όταν ήταν ξεμέθυστος- και έτρεχε να μπει μέσα στα δωμάτιά της. Δεν αργούσε βέβαια να ξαναβγεί, πότε για να μαζέψει τα ασπρόρουχά της και πότε να ποτίσει τις γλάστρες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έσκυβε να δει τους περαστικούς στο πεζοδρόμιο, αφήνοντας να πέφτουν τα δύο της στουμπουλά λευκόχρυσα στήθη της, που κάθε μαθητής ονειρευόταν να σφίξει στις ανδρικές του παλάμες. 

     Η διοίκηση της σχολής δεν άργησε να λάβει γνώση. Είχε τις υποψίες της, αλλά ο αρχηγός της αγέλης ήξερε πως έχει τουλάχιστον τετρακόσιους πενήντα χωλαράδες. Έτσι έλεγε και το καυχόταν! Πως να τους συγκρατήσει! Άφηνε λοιπόν την κατάσταση να εξελίσσεται και οι επόπτες έκαναν τα στραβά μάτια. Περισσότερο γελούσαν. Μήπως και αυτοί στην ηλικία των μαθητών δεν λυτρώνονταν με τη γνωστή μέθοδο και δεν δικαίωναν του σώματος την ηδονή; 

    Ήταν λοιπόν μια άτυπη συνάντηση, ένα οφθαλμόλουτρο των μαθητών που όλοι το γνώριζαν, όλοι το επέτρεπαν, αφού δεν ενοχλούσε κανέναν. Μια συμφωνία κυρίων και κυρίας. Οι φωνές "Λίλιαν - Λίλιαν" μόνο χαμόγελα σκορπούσαν, τόσο στην ίδια που καμάρωνε συνεχώς για τους θαυμαστές της, όσο και για τους μαθητές που γελούσαν, παιχνίδιζαν και ξέφευγαν κάπως από την καθημερινή πίεση των ασκήσεων και των μαθημάτων. Μέχρι που συναίβη το μοιραίο. 

    Κάποια Κυριακή, από αυτές που η Λίλιαν δεν πήγαινε στην εκκλησία και οι μαθητές ετοιμάζονταν για την έξοδό τους, ένας εξ αυτών που επέστρεφε από το λουτρό του, τυλιγμένος με την γκρίζα πετσέτα της σχολής, έτρεξε στο ανοικτό παράθυρο, για να επιδείξει στη ζηλευτή κόρη, τη γενετήσια ορμή του. Και έτσι έγινε. Τότε όμως ήταν που ξεπεράστηκαν τα όρια και οι λεπτές γραμμές ισορροπίας που κρατούσαν όρθια και υγιή αυτή τη σχέση. Η Λίλιαν με τα ξέπλεκα μαλλιά της και το ξώβυζο νυχτικό της άρχισε να ουρλιάζει, να στριγγλίζει και δεν άργησε να φανεί με τα σώβρακα στο μπαλκόνι ο ξεμέθυστος εκείνη την μέρα, πατέρας της. Καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, άρχισε να βρίζει και απευθυνόμενος στο μπουλούκι των μαθητών που είχε μαζευτεί στο παράθυρο και κοίταζε με ανοικτό το στόμα, είπε: "Τώρα καθάρματα θα σας δείξω εγώ!" 

    Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και η σειρήνα που σήμανε συγκέντρωση χτυπούσε σαν τρελή. Οι εντολές ήταν σαφείς. Όλοι οι μαθητές να κατέβουν για έκτακτο προσλητήριο, όπως είναι. Περιττό να πω ότι οι πραμάτειες στο πανυγήρι της Λάρισας ήταν πιο τακτοποιημένες. Μαθητές με πετσέτες γύρω από τη μέση, άλλοι έτοιμοι με τις στρατιωτικές στολές για έξοδο, περίπολα με όπλα, σκοποί, άλλοι με αθλητικές φόρμες, μια περίεργη ανδρομάζωξη μπροστά από τον Διοικητή της Σχολής, που είχε εδοποιηθεί και είχε φτάσει σε απρόβλεπτο χρόνο. Δίπλα του η Λίλιαν με τον πατέρα της. Ομολογώ πως από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη. 

    Αφού ο Διοικητής μας χλεύασε, μας ταπείνωσε, μας κακολόγησε, αλλά άκρη δεν έβγαλε (και πως να βγάλει!) απομαρύνθηκε μαζί με την Λίλιαν και την θιγμένη κόρη υποσχόμενος πως θα τιμωρήσει τον υπαίτιο και τους συνόδευσε μέχρι την κεντρική πύλη του στρατοπέδου. Ύστερα επέστρεψε σε μας, που όπως ήταν φυσικό μας περίμενε  παραδειγματική τιμωρία. "Να τρέχουν όλη μέρα, μέχρι να πέσουν κάτω" ήταν η διαταγή του "μέχρι να παρουσιαστεί ο υπαίτιος" Όλοι όμως γνωρίζαμε πως ο Διοικητής το διασκέδασε και επιβεβαιωνόταν, πως είχε τουλάχιστον τετρακόσιους πενήντα χωλαράδες!

   Εκείνη λοιπόν τη μέρα, εκείνη τη Κυριακή που η Λίλιαν δεν πήγε στην εκκλησία, οι μαθητές της στρατιωτικής σχολής των Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα, έτρεξαν το μεγάλο τσιμεντένιο προαύλιο, πάνω από εκατόν είκοσι φορές. Όσοι "επέζησαν" ορκίστηκαν Μόνιμοι Υπαξιωματικοί το σωτήριο έτος 1984!

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ίχνη υστεροφημίας // Δημήτριος Γκόγκας

 


 

Θεωρούσε πως πάντοτε είχε κάτι να πει ως ποιητής,
αρκεί να μην ενοχλούσε τον Θεό κι ύστερα τους ανθρώπους. 
Μα τι ποίηση θα ήταν αν δεν ενοχλούσε; 
Όταν επέστρεφε από την πλάνη στα μέρη που μεγάλωσε
καθόταν επί ώρες πάνω στην άσπρη ταφόπλακα.
Ήξερε πολύ καλά, πως κάτω από το χώμα ήταν ολοζώντανος ο άνθρωπος!
Μύριζε αποσυνθεμένο το σώμα του,
άκουγε την ασθενική φωνή του. 
Εκείνου που αγάπησε.
Εκείνου που δεν έζησε.
Εκείνου που δεν χαιρέτησε.
Κείνου που κατέβαινε με το καμουτσίκι στο χέρι από το βουνό,
χαράζοντας με τις ρόδες του κάρου την κακοτράχαλη κατηφόρα, κάθετα.
Λες κι ήθελε να αφήσει το αποτύπωμα στους αιώνες.
Δεν ήθελε;
Δεν υπολόγιζε καν τη φύση, που θα έσβηνε το ίχνος μιας υστεροφημίας.
Κι ήταν ακόμα ποιητής ή κάτι ως αυτόν.