Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ* του Δημητρίου Γκόγκα




1

Κοίταξε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στον καθρέφτη. Πλησίαζε τα εξήντα. Τα κοντά μαλλιά του είχαν αραιώσει και ασπρίσει. «Πως έφτασα μέχρι εδώ» αναρωτήθηκε. Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν. Πάνε πάνω από τριάντα αν θυμάται καλά.«Γέρασες μεγάλε» είπε στα μέσα του. Οι γκρίζες ημέρες της εισβολής είχαν παρέλθει και μαζί τους είχαν πάρει τις περισσότερες μνήμες, τα αγαπημένα πρόσωπα, όλα δικά του πρόσωπα. Από τότε που είχε γίνει γνωστή η συμμετοχή του στην αρπαγή εκείνης της κοπέλας, στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης, όλοι φίλοι και γνωστοί, του γύρισαν την πλάτη. Δεν το ήξερε. Η ζωή που έκανε η κοπέλα ήταν όμοια με αυτή της «κοινής» γυναίκας. Έτσι του είπαν, έτσι κατάλαβε. Δεν το είχε αντιληφθεί τότε. Πώς να το εκτιμήσει; Διαταγές εκτελούσε.
 Ευτυχώς η κυβέρνηση, αποζημιώντας τις υπηρεσίες του κατά την σκοτεινή περίοδο της χώρας, όπως επικράτησε να λέγεται το χρονικό εκείνο διάστημα, μέχρι στο νησί να επικρατήσει ηρεμία, τον διόρισε επιστάτη του τούρκικου τζαμιού στην άκρη της πόλης, κοντά στις αλυκές. Στην αρχή η ιδέα και η πρόταση δεν του άρεσε. Πως ήταν δυνατόν ένας χριστιανός να λειτουργεί μέσα σε μουσουλμανικό τέμενος. Η αυστηρή όμως ματιά του επιτρόπου, η επισήμανση ότι θα έρθουν δυσκολότερες ημέρες και ίσως δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία για δουλειά με υψηλό εισόδημα, τον έπεισαν. Τι στο διάολο σκέφτηκε, όλα συνήθεια είναι!
     Οι πρακτικές καθημερινές του ασχολίες δεν ήταν διαφορετικές από αυτές ενός μέσου κυπριακού σπιτιού. Απουσία τις περισσότερες ημέρες του χρόνου, μουσουλμάνων πιστών, το πράμα γινότανε από μόνο του ακόμα πιο εύκολο. Εξαιρούνταν οι ημέρες όπου το τζαμί το επισκέπτονταν δεκάδες τουρίστες και οι μουσουλμανικές περίοδοι νηστείας.
Κάθε πρωί έπρεπε να σηκώνεται νωρίς, να ανοίξει τα παράθυρα του τζαμιού, για να αεριστεί. Καθάριζε τα έδρανα του ιμάμη και μερικά, ευτυχώς ήταν λίγα, καθίσματα. Δυο φορές την βδομάδα τίναζε τα παλιά χαλιά των πατωμάτων και μία φορά τον μήνα τα έπλυνε στην μεγάλη πέτρινη γούρνα στο βάθος της αυλής. Η εργασία αυτή του ήταν επώδυνη, καθ΄ όσον τον ενοχλούσε μία παλιά δισκοκήλη, αλλά  δεν έβγαζε μιλιά. Πότιζε και καθάριζε τους κήπους, κλάδευε τα δένδρα, σκούπιζε τα σκαλοπάτια, έτριβε τις ακαθαρσίες των πουλιών από τους τοίχους, μάζευε τα πεσμένα φύλλα του Φθινοπώρου. Κάποιοι συμπολίτες του, χριστιανοί ορθόδοξοι, είχαν αντιδράσει με αυτόν τον διορισμό, όχι γιατί έγινε με συνοπτικές διαδικασίες αλλά για την ανώμαλη σύμπραξη, χριστιανισμού και μωαμεθανισμού. Οι γραμματιζούμενοι της πόλης κατέθεσαν σχετικό υπόμνημα, στο οποίο ανέφεραν τους λόγους της αντίθεσής τους. Ο Δήμαρχος δεν το δέχτηκε, τους κατηγόρησε ευθέως για ρατσισμό και μισαλλοδοξία και κάπου εκεί φάνηκε να τελειώνουν τα πράγματα. Όμως η ζωή είχε αποφασίσει αλλιώς.


2

Ακούστηκε το πέταγμα των περιστεριών. Το ατελείωτο γουργουρητό τους τον ενοχλούσε. Σαν ερινύες που σούβλιζαν τα νεύρα του. Οι γέρικες φλέβες στο μέτωπο τεντώνονταν επικίνδυνα, τσίτωναν, έτοιμες να σκάσουν. Μια ζαλάδα πάντα, μια συνεχή ζαλάδα. Το μυαλό του ταλαιπωρούνταν από δεκάδες αρνητικές σκέψεις όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Κοιμόταν με τύψεις ξυπνούσε παρέα με αυτές. Ήθελε να αποτελειώνει μια και καλή με τις τύψεις και δεν εύρισκε τον τρόπο. Όλα του έφταιγαν και πιο πολύ τα πουλιά. Τα άσπρα περιστέρια.
     Οι περιστερώνες ήταν έξω από το προαύλιο του τζαμιού αλλά εκείνα στέκονταν όλη την ημέρα πάνω από το πέτρινο κτίσμα των νιπτήρων. Με μικρά πετάγματα, κατέβαιναν έπιναν νερό από τους πέτρινους κρουνούς και ξανά έπαιρναν τις θέσεις τους στα γεισώματα. Μισούσε τα περιστέρια, τα έδιωχνε, αλλά εκείνα γύριζαν πάλι κοντά του. Δεν τα καταλάβαινε, δεν ήθελε να τα καταλάβει. Ποτέ δεν τα έδινε να φάνε. Ας φροντίζουν μόνα τους σκεφτόταν. Αφού ο θεός είναι μεγάλος θα μεριμνήσει και για τούτα. Μόλις τελείωνε την σκέψη, έλεγε πως αμάρτησε και κρυβότανε στην κάμαρά του. Το καντηλάκι πάντα αναμμένο μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και μια προσευχή λύτρωση σχεδόν κάθε μέρα. Όταν εμφανίζονταν μουσουλμάνοι επισκέπτες και ζητούσαν πληροφορίες, έσβηνε βιαστικά το καντήλι και σκέπαζε το εικόνισμα με ευλάβεια. Δεν ήθελε να προκαλέσει. Ήθελε απλώς να ζήσει.

3

Έξω από τον περίβολο του τζαμιού, ο Δήμος είχε οριοθετήσει, ένα μικρό μονοπάτι, που ξεκινούσε από τον κεντρικό δρόμο, έφερνε γύρα τις αλυκές και κατέληγε πάλι εκεί. Οι περιπατητές και οι  φυσιολάτρες είχαν επικροτήσει την προσπάθεια αυτή του Δημάρχου και είχαν σπεύσει πολύ γρήγορα, πριν ακόμα εγκαινιαστεί το μονοπάτι να το δοκιμάσουν. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, περπατούσαν να ξεκουραστούν, άλλοι έτρεχαν και άλλοι για να ξεχάσουν το παρελθόν.
     Τους έβλεπε με ευχαρίστηση και συνάμα με θαυμασμό. Κρεμότανε από τον συρμάτινο φράχτη και τους χαιρετούσε. Λίγοι ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό, όσους  τους ήξερε και από παλιά, όταν τις ζεστές νύχτες πριν την εισβολή κατέδιδαν πολίτες στην κυβέρνηση και συνεργάζονταν με τους απέναντι αντικυβερνητικούς. Οι περισσότεροι περνούσαν αδιάφορα από μπροστά του, σχεδόν τον έφτυναν.
     Είχε συμμετάσχει με προθυμία στις μαυροντυμένες ομάδες τήρησης της ηθικής τάξης στην Λάρνακα. Οι οικογενειακές του καταβολές και οι συντηρητικές πεποιθήσεις των δικών του, προδίκαζαν και την δική του πορεία. Δεν μπόρεσε ποτέ, όσο και αν προσπάθησε με την νεανική του φύση να αντιδράσει να ακολουθήσει αριστερά και κόκκινα μονοπάτια. Τον είχαν πείσει και είχε δεχτεί αναντίρρητα, σχεδόν με απόλυτο τρόπο, την ιδέα πως για όλα έφταιγαν οι κομουνιστές και οι πουτάνες. Τους πρώτους τους πολέμησε, τους κατέδωσε, συμμετείχε στα βασανιστήριά τους, στο κυνηγητό στις αλυκές, στα αυτοσχέδια  υπαίθρια δικαστήρια και στους εξοστρακισμούς από το κέντρο της πόλης όλων εκείνων των γυναικών που με τον έκφυλο βίο τους μόλυναν τα σπλάχνα του. Όχι πως δεν τις είχε ανάγκη, άνδρας ήτανε, αλλά μέχρι εκεί. Μόλυναν την ατμόσφαιρα, την πόλη του, του έφερναν δύσπνοια. Πως μύριζαν έτσι τα μπουρδέλα ! Κολόνια, γυναικεία σάρκα και ανδρικό σπέρμα. Ανατρίχιασε. 


4

Κάποια ημέρα, θυμήθηκε, απόγευμα τον ειδοποίησαν να ετοιμαστεί. Μόλις θα έπεφτε η νύχτα θα ξεκινούσανε να μαζεύουν τις πόρνες και τις γυναίκες της νύχτες, από όλα τα σημεία της πόλης. Έβρεχε και είχαν λασπώσει οι δρόμοι. Μικρά ποτάμια είχαν σχηματιστεί που κατέληγαν στις αλυκές. Η Λάρνακα ξεδιψούσε τα σπλάχνα της.  
      Πήραν ένα μικρό σκεπαστό φορτηγό και περνούσαν από τους γνωστούς δρόμους με τα πορνεία. Με το πρόσχημα του πελάτη, έμπαιναν μέσα, τα διέλυαν όλα, πρόσταζαν πλαστά έγγραφα εισαγγελικής αρχής για σύλληψη με βάση  τον νόμο περί προσβολής της δημόσιας ηθικής της πόλης και αφού τις άρπαζαν με δύναμη τις φόρτωναν και τις μετέφεραν στις κεντρικές φυλακές. Εκεί αφού βίαζαν τις ωραιότερες, τις πετούσαν στα υγρά κελιά τους. Κανένας σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν για αυτές. Με συνοπτικές διαδικασίες οι ποινές που τις επιβάλλονταν ήταν εξοντωτικές. Έμπαιναν νεαρές και έβγαιναν όταν τα πρόσωπά τους αποκτούσαν τις πρώτες συννεφιασμένες ρυτίδες.
     Οι πληροφορίες τους έφεραν στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Ήξερε και την γιαγιά με τις υπέροχες πίτες. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Η μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για την γιαγιά που έκαμε τα πάντα για να μεγαλώσει η εγγονή της αλλά και για την κοπέλα.  Ακόμα θυμάται το πρόσωπο της νεαρής. Όταν την αλυσοδέσανε… γιατί θεέ μου είχε την αίσθηση ότι δέσανε λάθος άνθρωπο! Φώναζε και χτυπιότανε ανάμεσα στα ανδρικά μπράτσα. Κόντεψε να σπάσει όταν αντίκρισε την γιαγιά να πέφτει ξωπίσω τους, μέσα στα λασπόνερα της αυλής. Δεν ξέχασε ποτέ τα βουρκωμένα μάτια της και το ουρλιαχτό της κοπέλας.
«Υπηρεσία εκτελούσε» μονολόγησε.

5

Είχε τελειώσει τις δουλειές του και κάθισε στο μικρό δωματιάκι να πιει καφέ. Από το μικρό χωρίς κουρτίνες παράθυρο έβλεπε τις αλυκές. Ίδια εικόνα. Το νερό και το αλάτι αντιφέγγιζαν στον ήλιο, ντόπιοι και ξένοι πηγαινοέρχονταν και μια ποδηλάτισσα ίδια, σαν εκείνη. Καφές έπεσε από τα χείλη. Μια ανολοκλήρωτη γουλιά χύθηκε στα χείλια και τον έκαψε. Μια γυναικεία κοφτερή ματιά , σαν ζωντανή ερινύα, πέρασε τόσο κοντά, σαν ατελείωτη ταινία. Έστρεψε αλλού τα μάτια.
     Η ποδηλάτισσα κοντοστάθηκε, κατέβηκε και κοίταξε γεμάτη απορία προς το μέρος του. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο. Εκείνη συνέχισε να κοιτά και φώναξε, φώναξε δυνατά περιμένοντας απάντηση. Αναγκάστηκε να εμφανιστεί. Τον ρώτησε αν γνώριζε που οδηγεί ο χωμάτινος δρόμος. «Πουθενά» απάντησε. «Κάπου σας ξέρω» είπε και έστρεψε αλλού το κεφάλι. Τον αναγνώρισε;«Α μπα θα σου θυμίζω κάποιον» « Ίσως , ίσως» Και συνέχισε καβαλώντας την σέλα.
    Δεν είχε απομακρυνθεί, ούτε πενήντα μέτρα. Σταμάτησε απότομα. Γύρισε προς το μέρος του και ούρλιαξε. Ίδιο ουρλιαχτό με κείνο της λασπωμένης νύχτας. Του τρύπησε τα αυτιά, του τράνταξε το στήθος, έσπασε η καρδιά. Τα περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα Έπεσε χάμω. Λύγισε και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια.
     Έτρεξε να κρυφτεί στο τζαμί. Ίδιος είναι ο θεός σκέφτηκε. Ίδια συγχώρεση θα δώσει. Γονάτισε, ξέχασε να βγάλει τα παπούτσια. Φίλησε τα ιδρωμένα χαλιά, τα λάσπωσε με τα χείλη του. Τα δάγκωσε και μάτωσε το στόμα του. Κουλουριάστηκε σαν φίδι βλέποντας την σκιά  να πλησιάζει προς το μέρος του.
Ξωπίσω της εκατοντάδες λευκά περιστέρια να γουργουρίζουν. Γέμισε το τζαμί πετούμενα.
      Τα μάτια του είχανε θολώσει και το μόνο που είδε πριν το δρεπάνι πέσει κοφτερό στην λήθη του μυαλού του, ήταν το γυναικείο χέρι που απλώθηκε να τον σηκώσει, ή τελικά να τον συγχωρέσει;


Έπαινος 
στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό διηγήματος 
της Εταιρείας Τεχνών Επιστημών 
και Πολιτισμού Κερατσινίου 
έτους 2019

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

ΤΙΣ ΞΕΡΩ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ * του Δημητρίου Γκόγκα




Τις ξέρω καλά αυτές  τις γυναίκες
που κάθονται σκυφτές  στην άκρη της ακροθαλασσιάς.
Στο λιόγερμα χωμένες, πλαγιάζουν με το σκοτάδι κάθε βράδυ,
μέσα στις πέτρινες τρύπες για να βρουν τη δροσιά της ζωής,
ως να φωτίζει ο ήλιος της ομορφιάς.
Βλέπουν τα χέρια τους συνεχώς,
πως τους ξέφυγε μια μικρή χώρα απ΄ την χούφτα τους
καράβια απ΄ τα λιμάνια των δακτύλων τους
κι ιδρώνουνε
και πέφτει άτσαλα το ρίγος στο γόνατο.
Κάπου – κάπου πιάνουν με το ένα χέρι τη μέση τους
να σιάξουν το κήπο με τα τριαντάφυλλα που λύγισε ο άνεμος.
 
Πλημμυρίζουν οι άτσαλες γραμμές της ζωής
από τον ιδρώτα και κολλά το κατράμι
στο μικρό τριχωτό των πάνω κοκάλων
σπάνε μες στο κρύο της υγρασίας
οι λέξεις και τα οράματα.
Μ΄ αυτές εκεί, πάνω από τις λέξεις και τα οράματα.
Τις ξέρω καλά αυτές τις γυναίκες
που κλειδώθηκαν στο όχι και τις διαρκείς απαγορεύσεις των πόθων.
Τώρα το όχι έγινε σήμαντρο
κι ένα τσουκάλι γεμάτο ζεστό φαγητό που πρέπει να δοκιμάσουν.

 * Το παραπάνω ποιημα έλαβε την 1η θέση στον 1ο πανελλήνιο διαγωνισμό "Ε.Π.Ο.Κ" και "ΖΑΛΩΝΗ - 'ΞΑΣΤΕΡΟΝ" το 2021. 

η φωτογραφία αίναι από τον ιστότοπο: https://antikleidi.com/2013/02/19/poia-gunaika/

Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Ακατέργαστη Μπαλάντα για Κείνους Χωρίς όνειρα, Απέραντη Σιωπή, Παράκληση του Πάσχα : 3 Ποιήματα που έλαβαν το Β΄ Βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης της Βιβλιοθήκης Σπάρτου



και συμπεριλήφθησαν στην Ανθολογία που κυκλοφόρησε με ακόμα δύο ποιήματα από τον κάθε ποιητή. Στη σελίδα αυτή παραθέτω τα 5 ποιήματά μου. 


ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΥΣ, ΧΩΡΙΣ ΟΝΕΙΡΑ

Κι έρχονται οι μέρες πολύ νωρίς,
ίσα που καταλαβαίνεις τον βαρύ ερχομό τους.
Ύστερα, καθώς κυλούν χωρίς ούτε ένα κυματισμό,
λες: πέρασαν τόσο γρήγορα.

Καθώς γυρνάς από τα γερασμένα καφενεία,
στην κενή πλατεία,
-γερασμένος και συ-
τι περιμένεις πρωί, βράδυ;
Κάποια λευκά σεντόνια κρέμονται
σε ατσαλένια σύρματα στις χωμάτινες αυλές.
Αυλές που θα είναι παράδεισοι ονείρου, στο μακρινό σου μέλλον.

Οραματίστηκες; Μα καθόλου, ούτε καν, ψελλίζεις: δεν…

Πότε- πότε πιάνεις το σώμα σου από τις άκρες των ώμων
και το τινάζεις από το μπαλκόνι χωρίς κάγκελα,  
το χτυπάς με ένα ραβδί να φύγουν οι σκόνες.
Πασπαλίζουν ότι φοράς και ότι σε σκεπάζει
ακόμα και κείνη η σκιά, η ομίχλη, η αντάρα.

Και πρέπει σκέφτεσαι,  στο τόπο που αγάπησες να ναι ο ομφάλιος
δεμένος στα τσάκνα της φωλιάς
πάνω στα κεραμίδια και δεν έχει αποκολληθεί ακόμα.
Κι είναι και τούτο επικίνδυνο,
ένα ασθενικό συμβαίνει,
μια περιπέτεια ρημάτων που τρώγουν ότι τολμά κι ότι ξεμένει πίσω.

Κι έρχονται έτσι οι μέρες, σημειωτόν και τροχάδην.
Κι είναι τελικά όραμα, ένα κομμάτι ψωμί πάνω στο τραπέζι.
Κι ένα χαμόγελο στην χωμάτινη αυλή, πίσω από τα λευκά σεντόνια;



 ***

ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΣΙΩΠΗ

Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι.
Τεράστιες χώρες στο μήνα Σεπτέμβρη.
Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας.

 Είναι μια απέραντη σιωπή αυτή οι λόφοι
 Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους.
 Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
 και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος.
 Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες
 Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας.

Είναι μια απέραντη σιωπή:
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες,
το κλαδί που έσπασες,
το πρώτο πουλί που σκότωσες,
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους.

Πάνω στις ράχες αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση.
Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις
μα δώρα μουρμουράς και δεν μοιράζονται.

Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων


 ***


ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Εσείς που γνωρίζετε πως οι νόμοι φυτρώνουν στα λούλουδα
Έχει ειπωθεί : οι νόμοι υπάρχουν στη δύναμη
Γελιέστε οι νόμοι υπάρχουν για το κράτος, εάν το κράτος είστε εσείς. 
Αν πάλι λέτε αυτή η φωνή, είναι η φωνή των νόμων
Που γίνονται από σας και για σας υπάρχουν
Τότε δώστε εξήγηση κι υπογραφή
Δώστε τον λόγο: Κτίστης κανείς δεν έγινε άρχοντας
Δώστε γραφή και νόμο: Ξυλουργός σταυρώθηκε και φαρισαίοι βασιλεύουν
Αν πάλι είμαστε σκόνη στο άπειρο, γιατί είμαστε σκόνη;
Τινάζουμε τη σκόνη από τα ιμάτιά μας;

Δεν αντέχω άλλο, δεν ….
Θα βάψω την πόρτα μου κόκκινη.
Να,  βλέπετε πως αίμα ανθρώπων τρέχει δρομέας.
Μέσα στο κύμα του αίματος κρύβεται μια ελπίδα.
Κι εσείς που γνωρίζετε τους νόμους ελπίζετε!
Καλώς ελπίζετε πως το πόδι του δρομέα θα σηκώσει τη σκόνη που ρίξατε.
Κι η σκόνη είστε εσείς.
Μη θωρείτε πως το αίμα σας είναι σκόνη.
Μην θωρείτε διάφορο το χρώμα του αίματος.
Και την υφή της σκόνης.
Η σκόνη – σκόνη, το αίμα κόκκινο.
Και η ελπίδα στο χρώμα του αίματος.
Μια κόκκινη σκόνη.

Και τώρα που οι μίσχοι γίνανε δρόμοι πνευμόνων,
περνούν οι αέρηδες και πνίγουν τα στήθη.
Μια σκόνη κόκκινη.
Θωρείτε τη σκόνη στις λέξεις σας.
Μέσα στις λέξεις μια ελπίδα.
Μέσα στις λέξεις οι λύκοι κι οι ύαινες.
Μέσα στη γλώσσα ένα μαχαίρι, μια πέτρινη σπάθη,
ένας πυρωμένος ήλιος, ένας άνθρωπος που πνίγεται.
Μέσα στη σκόνη ο νόμος μας.

Πριν κλείσω το ποίημα
Παράκληση του Πάσχα.
Τι πονάει περισσότερο στον κόσμο μας;
Το ακάνθινο στεφάνι, το ψέμα, η συκοφαντία, το καρφί
ή ο κουρνιαχτός που σκέπασε τους νόμους μας;  


Σχετικά: https://vivliothikispartou.blogspot.com/

**



Απολέπιση


Τα βράδια στη περιοχή του Makenzie
κυκλοφορεί μισόγυμνος ένα αέρας τρισάθλιος και μεθυσμένος
Θα είναι ο αέρας της ξενιτιάς σκέφτηκα

Ξετσίπωτοι Άγγλοι τουρίστες
με τη ζωή –έτσι λένε- κλεισμένη σ΄ ένα μπουκάλι
Όμορφα κορίτσια θαρρείς γυμνόστηθα
Ούτε που κρύβουν πλέον την πεθυμιά του έρωτα
Ψωνίζουν ήλιο όσο- όσο
Και τεμαχίζουν τη νιότη τους αργά

Στο βάθος το γκάζι μυρίζει θάνατο
Ένα χέρι υψώνει αντίσταση
Κι είναι το χέρι του θύτη
Τα θύματα φορούν τις λεοντές τους
Παρελαύνοντες στην παραλιακή
Κι ύστερα
Ύστερα μην υπάρχει ο θάνατος μέσα στο φεγγάρι;
Πως λαμποκοπά καθώς πνίγεται στα αβαθή των Φοινικούδων !

Μια αχιβάδα- δεν υπάρχουν αχιβάδες μου λέει ο ντόπιος-
Μια αχιβάδα σφίγγω τα δόντια μου
Κλείνει την αγάπη μου για σένα σε μια δίφυλλη φυλακή οστράκων
και σβήνει
Σβήνει
χάνεται με την μεταμεσονύκτια μουσική της ξενιτιάς 
Στους δρόμους με τα αγκάθια και τις παπουτσοσυκιές που θυσιάστηκαν

για τη βρεγμένη άμμο στα πόδια μας.

**

ΙΧΝΟΣ ΑΓΑΠΗΣ

Κάθε πρωί που σηκώνομαι αντικρύζω μια γυναίκα
και αναφωνώ ψιθυριστά να ακούσει η καρδιά μου
Ποιος απωθεί τη σκέψη να μην πεθάνει στην ομορφιά της;

Μέχρι να ξυπνήσει έχω παραγγείλει στον ήλιο καλό μεσημέρι
Έχω ανταλλάξει το κρύο με την ελπίδα
Έχω ζητήσει από τα σύννεφα ένα απαλό αεράκι
Να μπλεχτούν τα δάκτυλα στα καστανά μαλλιά της

Και να σου θεέ μου μια θάλασσα για κείνη
Ήρεμη κι απάνεμη
Ένας μικρός όρμος να δένουν τα όνειρά μας
Τόσος παιδεμός μια κόλαση και μια ο παράδεισος

Ξέρω πως είναι μια λύτρωση να πεθάνεις
μα είναι λαμπρή ευτυχία να ζεις και ν΄ αντικρύζεις το χαμόγελό της
Δεν είναι μια μικρή γραμμή στα χείλη της
Είναι μια λάμψη στο βλέμμα της
Μια τρομερή λάμψη

Κι είναι τρόπος λατρείας όταν το καταλαβαίνει!
Μια φλόγα κι ένα μικρό μαγκάλι θυμιατήρι
το πρωί που αντικρύζω μια γυναίκα


Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ





 
Τιμή  στον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. 
εξηνταδύο χρόνια μετά.
 Με το όνειρο της Ένωσης ανεκπλήρωτο.








1.         Η Πράσινη Γραμμή που μας χωρίζει,  
            οσμή θανάτου στην πατρώα γη.
            Το στήθος μας μια κάννη αντικρύζει. 
            «Ρίξε ρε μάνα την ύστατη σπονδή»

2.         Κι ηχούνε απ΄ το πέρα οι φωνές τους, 
            μικρών ηρώων, ρόγχοι κρεμαστοί.
            Στους ουρανούς σημαίες οι ζωές τους. 
            Στο βάθος σβήνει κάπως η γραμμή.

3.         Την κάμανε εθνάρχες, δραγουμάνοι, 
            Βιγλάτορες, μουχτάρηδες, σοφοί.
            Στης ιστορίας το ξεδιάντροπο σεργιάνι, 
            ξεχάσαν να την βάψουν με σταχτί.

4.         Φορούν τη βέρα σ΄ ένα γάμο στείρο 
             κι αφήνουνε τη προίκα καταγής.
            Πριν έρθει καταιγίδα θες να γείρω 
             και να  δηλώσω διπλής υποταγής.

5.         Ποιος κρύβει την πατρίδα στο σκοτάδι; 
            Ποιος υπογράφει σε λευκό χαρτί;
            Ποιος συνοδεύει την Κερύνεια στον Άδη; 
            Τη Μόρφου ποιος κρεμάει με σχοινί;

6.         Στης Αμμοχώστου το βουβό λιμάνι, 
            οι ερινύες έχουν τρελαθεί.
            Ποιος βρίσκει την ελπίδα ποιος την χάνει. 
            Κόκκινη γίνεται η πράσινη γραμμή!

7.         Και συ μητέρα στέκεσαι χαρμάνι! 
            Με το τσεμπέρι στ΄ άσπρα σου μαλλιά.
            Το μίσος σου δεν έχει ξεθυμάνει. 
            Το θάρρος σου βουτάει στην καρδιά.

8.         Να δώσεις ένα τέλος στη ελπίδα. 
            «Τούτη η ελπίδα χάθηκε νωρίς»
            Στα κατεχόμενα, η μισή  πατρίδα. 
           Το ύμνησε του κόσμου ο ποιητής.

9.         Για πιάσε το σφυρί και τη σκαπάνη. 
            Για πιάσε χώμα και νερό.
            Στης Μεσαριάς τον κάμπο με δρεπάνι, 
            ζήσε μες  της αγάπης τον χορό.

10.       Και δέσε την πατρίδα σου στη ζώνη. 
            Όλη η πατρίδα σου είν΄ η ζωή.
            Σιτάρι γίνε σ΄ απέραντο αλώνι, 
            για να σβηστεί η πράσινη γραμμή!

11.       Κι αν την γραμμή αρνούνται οι αχρείοι. 
            Μη λες ξανά πως θα περάσουμε.
            Κι άμα σου πουν κοφτά « Αιδώς Αργείοι» 
            Και την ζωή μας να θυσιάσουμε.

12.         Η Πράσινη Γραμμή που μας χωρίζει, 
              μοιράζει της πατρίδας την καρδιά.
             Της λευτεριάς το άρωμα μυρίζει. 
             Μα είναι καρφωμένη με σουγιά.

13.       Με μια πνοή το χρώμα της διαγράψτε. 
            Με μια φωνή στον κόσμο ν΄ ακουστεί.
            Με δάδες το κορμί της όλο κάψτε.  
            Κι ύστερα ενώστε τη δική μας γη.



*Α΄Βραβείο στην κατηγορία : Μουσικός Στίχος του 8ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του ΕΠΟΚ (2018)

«ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ» * / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

               



ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ…


Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο, είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς, 
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.

 2018/ Γ ’ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ»                                           ΣΤΟΝ  8ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ του ΕΠΟΚ 

Όταν είσαι πολιτικός, Ευρωβουλευτής, γενικότερα Δημόσιο πρόσωπο και θεσμικός παράγοντας δεν


 μπορείς να γελάς για τα αποτελέσματα των πολιτικών που υποστηρίζεις όταν αυτές οι πολιτικές είναι καταστροφικές για λαούς. Τραγικό παράδειγμα ευρωβουλευτές που γελούσαν όταν κάποιος συνάδελφός τους αναφερόταν από το βήμα του ευρωκοινοβουλίου στην τωρινή γενοκτονία που λαμβανει χώρα στην Γάζα. 

Δεν μπορεί να είσαι ευρωβουλευτής, να στηρίζεις τις θέσεις της Ρωσίας, και να αντιτίθεσαι στην επιστροφή των χιλιάδων παιδιών που απήχθησαν απο την περιοχή της Ουκρανίας δια τη βίας (επί της ουσίας σύγχρονο παιδομάζωμα) και ζούνε και σε κάποια στρατόπεδα τη Ρωσίας, με την επισήμανση ότι μπορεί και εκεί να ζούνε καλά!

Δεν μπορεί να είσαι ευρωβουλευτής και να στηρίζεις μετά παθους την ενίσχυση της άμυνας της Ευρωπαικής Άμυνας και να συμφωνείς στην συμμετοχή της Τουρκίας στην διαφύλαξη των συνόρων της ΕΕ, όταν αυτή η χώρα, η Τουρκία δηλαδή, κατέχει με την βία μέρος ευρωπαικής χώρας.

Δεν μπορεί να είσαι ευρωβουλευτής και συγχρόνως να μην συνδιαλέγεσαι με τους άλλους ευρωβουλευτές του κράτους σου για σημαίνοντα θέματα που αφορούν τον λαό που εκπροσωπείς, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό την χώρα. 

Δεν μπορεί να είσαι ευρωβουλευτής, να δηλώνεις ότι δεν συμφωνείς με την ψηφοφορία δια ανατάσεως της χείρας, αλλά όταν ψηφίζεται με αυτό τον τρόπο με δική σου πρόταση να σιωπάς. 

Γενικότερα δεν μπορεί να λέγεσαι ευρωβουλευτής όταν δεν δικαιώνεις τον ρόλο ύπαρξης της ΕΕ και δεν δικαιώνεις τον ρόλο της χώρας σου, δεν την ανυψώνεις.