ΤΟ ΚΑΡΟ
είχε ετοιμαστεί
από τον πατέρα.
Συγκομιδή.
Οι γελάδες,
ο σκύλος
όλα στην αυλή,
μαζί μας.
Μια σειρά.
Μια κραυγή,
που εξερευνά
την νύχτα.
στα καφενεία,
καθώς περνά
η νηοπομπή
με τα κάρα
για το σπάσιμο των καπνών
κρύβουν τα πρόσωπά τους
πίσω από τα τραπουλόχαρτα
και τα νερωμένα ποτά.
πάνω από το μπαλωμένο παντελόνι
το πάλλευκο γιακαδάκι
την μικρή σάκα στον ώμο
κι ύστερα πήρε τον γνωστό δρόμο
για το πέτρινο σχολείο.
άσπρη η γραμμή,
πρώτα στην αυλή του σχολείου
κι ύστερα στην Εκκλησία.
θα τιμωρηθούν την Δευτέρα.
Με το μαστίγιο της γλώσσας,
και τη βίτσα του δασκάλου
ενώπιον των αγγέλων.
χάθηκε μέσα στις ψαλμωδίες
και τις παραινέσεις των μεγάλων.
να γράψω πόσο σ΄ αγαπώ και πόσο σε σκέφτομαι.
Θαρρώ πως δεν θα προλάβω να ξαναδώ,
τους πράσινους σου λόφους,
το πέταγμα των χελιδονιών από τις φωλιές τους,
τους πελαργούς πάνω στις κολόνες
και το καμπαναριό του Αγίου Αντωνίου.
που πρόδωσαν την φωλιά σου πατρίδα,
μα από τους σπόρους του κόπου μου,
μέχρι την πρώτη σοδειά που θα μαζέψω,
ξέρω πως δεν είναι μακριά
η μικρή χωμάτινη αυλή
με τα τριαντάφυλλα που μύριζαν
και την ροδιά της μάνας.
Κατέβασε την ματιά σου
και κάνε το νερό του ξεροπόταμου μελάνι,
να γραφεί στους αιώνες
που κείτονται στις πέτρες και τα μάρμαρα
του κοιμητηρίου,
πως πάντα θα είσαι η πατρίδα μου.
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,
που ραντίζουν το χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν μυγδαλιές στα σχολεία.
ΠΟΝΟΣ
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.
Ένας ύμνος κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.
ο πατέρας κι η μάνα σκυφτοί σε μια κάσα,
ο παππούς με βελόνα, τα δέματα ράβει
κι εμείς στο σοφρά με κοφτή την ανάσα.
μάνα να βγάλεις το σπιτίσιο γλυκό,
να χορτάσει το μάτι». Δίνει στον άνδρα το αστείρευτο χάδι
πάει να γεμίσει το ποτήρι νερό.
Τα μάτια του θόλωναν, κοιτούσαν παντού.
Σαν να σταμάτησε στο σπίτι ο χρόνος.
«Έλα, έλα θα βρούμε μια άκρη αλλού»
στα δάκτυλα, μαύρο σαν πίσσα.
Ανείπωτος κόπος που πήγε χαράμι,
στα χείλη η γλυκύτητα, έγινε λύσσα.
θα είναι καλύτερη» την πλάτη χτυπάει.
«Για δες ομορφούλικα που ειν΄ τα παιδιά σου.
Είναι καλή η τιμή». Μα κανείς δεν γελάει.
Ο πατέρας κι η μάνα ξανά παν΄ στην κάσα.
Ο παππούς σε μυριάδες κομμάτια. Την μοίρα κεντάει,
κι αφήνει να φύγει απ΄ το κορμί του η ανάσα.
αιχμάλωτη της ξενιτιάς
και μιας Άνοιξης που την περίμενε χρόνια.
Από το γκρίζο πέτρινο σπίτι,
το μάτι του παιδιού έβλεπε τα χελιδόνια.
Δεν ήθελε να ξανάρθουν καμία Άνοιξη.
με τις άσπρες ρόμπες.
Θόλωσε για μια στιγμή
(τόσες δεκάδες παιδάκια σαν δικαστές)
Της κοίταξαν τα δόντια,
τα πόδια
και (αλλοίμονο) τα χέρια.
Ποιος θα έπαιρνε εργάτη χωρίς χέρια.
Την φωνή της δεν την άκουσε κανείς.
Την έκλεισε μέσα στα γράμματα της Άνοιξης
κι απλώθηκε στους χρόνους της ένα χειμώνας,
σαν σημαία στο πέτρινο σπίτι.
Η Άνοιξη φευγαλέα,
μια ηλιαχτίδα
κι ύστερα ανάσα της
μέσα στην ανάσα του κόσμου.
Λίγο νερό, λίγο χώμα,
αυτό ήταν το τραπέζι της.
Λίγο νερό και λίγο χώμα.
μ΄ ένα σπαθί το έκοψαν.
Ήταν άσκεφτο αυτό που πίστευε είπαν.
Ζητιάνευε την Άνοιξη.
Αχ αυτοί οι δικαστές
άλλαξαν τις ρόμπες τους
και χρόνια τώρα φορούν τα μαύρα
και κρατούν τα γρανάζια των εποχών.
«Πότε θα αλλάξει τούτο;
Δεν θα το μάθει ποτέ της » ψέλλισε.
*
μόνο του στέκεται στην μέση μιας αυλής, άφωτη κολόνα ηλεκτρικής,
κι η μάνα πάει κι έρχεται από άδεια κάμαρη σε άδεια κάμαρη
χαζεύοντας τις μαυρόασπρες φωτογραφίες.
Οι κιτρινωποί τοίχοι του ψηλότεροι από ποτέ.
Οι άσπρες κουρτίνες λιώσανε στο ξεφτισμένο χρώμα του ήλιου.
Γιατί να ναι τα παράθυρα τόσο μεγάλα;
Και τα παραθυρόφυλλα ακόμα μεγαλύτερα;
Πως μπαίνει το κρύο θεέ μου έτσι!
Μαζί με τον τελευταίο θάνατο μπαίνει και το κρύο.Στο κορμί και το σπίτι.
Κορνιζωμένοι όλοι οι θάνατοι.
Οπαππούς, ο πατέρας, οι ερωδιοί της ζωής μας.
Στο κόκκινο χώμα του έψαχνες το χρυσάφι του κόσμου.
Σαν γαύγιζαν τα τσομπανόσκυλα,
έτρεχες να κρυφτείς κάτω απ΄το τραπέζιαδελφέ μου.
Μετρούσες τα ρόδια - είχε ο παππούς πολλές ροδιές-
μετρούσες και τα χρόνια.
Τα αμέτρητα χρόνια γίνανε σήμερα, ένας ακόμα αργός θάνατος.
Σήμερα περιμένω να μπει ακόμα περισσότερο κρύο.
Ότι και να ναι, έμεινε όξω από το πέτρινο σπίτι.
Αλλά το κρύο - κρύο
Μήπως δεν κάνει κρύο την Άνοιξη;
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
το τελευταίο φύλλο στο ανάχωμα του ξεροπόταμου.
Σκεπάζει ευλαβικά μια χούφτα πράσινο γρασίδι
στην ακροποταμιά.
περιμένει υπομονετικά
να μεθύσει με λίγες σταγόνες αίμα
και ν΄ ανθίσει πάνω στο κορμί του
– νεκρή η Άνοιξη-
ο κρυφός του πόθος
βαθιά στην ακροποταμιά,
όπου λασπώνονται
η γλύκα,
η ομορφιά,
ο ήλιος,
θα γράψω και το φεγγάρι.
τις κάνει στεφάνι
κι έτσι καθώς αιωρείται,
μ΄ όση δύναμη του μένει,
μέσα απ΄ την αιώνια ζήση του,
βάνει στις χούφτες του
τα κατακόκκινα χείλη,
μια προδοσία αίματος
και ρουφά μαζί της
ότι απόμεινε
ανάμεσα στα χαλίκια
και την λάσπη που καμώνεται.
Μια γλύκα και μια ομορφιά.
Ένας ήλιος και να σου και το φεγγάρι.
Η νύχτα και η μέρα.
φάνηκαν μόνο μέσα στις αγωνίες που χάραξαν οι ρυτίδες
σε κείνο το αρρωστημένο πρόσωπο του πατέρα.
Στα αμαξούδια τους, καμαρωτοί- καμαρωτοί, όξω από τις αυλές μας.
Κι όλο και κάτι σημείωναν, με το σάλιο να γλιστρά στο μικρό μολύβι
πως στερεώνεται στο δεξί αυτί, έτοιμο να διαγράψει τους κόπους σας.
Όπως – όπως μάζεψες τα μαλλιά σου,
τα έδεσες κότσο με λαστιχάκι
που τύλιξε μια φέτα στην εφημερίδα πρωτύτερα ο μπακάλης.
Σκούπισες κι εκείνη την κόκκινη σκόνη βιαστικά από το σπίτι
κι άνοιξες τα παράθυρα να φύγει
και η σκόνη μάνα δεν έφευγε
σαν να περίμενε να πασπαλίσει τους εμπόρους.
Και τώρα, αναρωτήθηκες τι θα γίνει που δεν ήρθαν αυτοί οι έμποροι;
Μην μαραζώνεις,
θα έρθουν άλλοι, το κατράμι τελειωμό δεν έχει και κολλά στα δάκτυλα.
Προίκα κι αυτή που πλένεται.
Άμε στο φούρνο και ψήσε το ψωμί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου