16 αριθμοί ισούνται με το οξυγόνο
μέτρησε τέσσερις
άσπρους τοίχους.
Ψηλά ο ουρανός.
«Ήρθε η Άνοιξη», σκέφτηκε.
Τους έβαψε γαλάζιους
και πνίγηκε στη θάλασσα.
είχε ξεχάσει τα σκουλαρίκια της.
Με χάλκινες ζωγραφιές.
Σε κλουβί,
μικρά πουλιά
είχαν τα φτερά της.
Το ίδιο βράδυ
πέταξαν μακριά.
να περπατήσει
κάτω απ΄ τους ήχους της βροχής,
με μια ομπρέλα να γέρνει
στον κυρτό της ώμο.
Κάποια ημέρα
έβρεχε πολύ
από το χάραμα,
πήρε απ΄ το μπαούλο την ομπρέλα,
την έβαλε με προσοχή στον ώμο,
η βροχή σταμάτησε ευθύς.
δεν τον ευχαριστούσε απόλυτα.
Κρύφτηκε με επιμέλεια
πίσω από τη φράση: δόξα τω θεώ
που έχω δουλειά.
«Αυτονόητο»,
μονολόγησε,
και συνέχισε να μαζεύει
τα σκουπίδια του Δήμου.
Κάπου – κάπου κοίταζε
τον κόσμο που περνούσε
βαδίζοντας
στην κορυφογραμμή των βλεφάρων.
Μόλις ξημερώσει θα συγυρίσει
το σπίτι.
Σηκώθηκε,
ήπιε κρύο καφέ,
έκανε ζεστό μπάνιο,
έβαψε είκοσι νύχια,
είδε τηλεόραση,
ντύθηκε αργά,
βγήκε έξω στην πόλη.
Συγύρισε τον εαυτό της,
δεν ήθελε να λερωθεί.
ήταν σίγουρο.
(σίγουρο;)
Μα ακόμα περισσότερο,
τα μικρά του βράδια,
τα κουρασμένα εκείνα βράδια
όταν πονούσε το κορμί του,
την αγαπούσε με την απουσία της,
ακόμα πιο πολύ.
Κι απουσία τώρα είχε γίνει μόνιμη,
σαν τον κισσό σ’ ένα παράθυρο ανοιγμένο.
του έρωτα.
Ήξερε το λυγερό κορμί της
πιο πολύ κι απ΄ το δικό του.
Υμνούσε τον έρωτα.
Σ΄ ολάκερο το σπίτι
οι ήχοι του
κεντούσαν στο μεσότοιχο.
σταματούσε
μόλις τα σώματα εξαγνίζονταν
στη δίνη της φωτιάς.
τοίχος που τους χώριζε.
σαν ανοίγω τα μάτια μου,
τα δικά της μάτια
πάνω στ’ αρώματα της μέρας.
Πως αγαπά τα μάτια της!
Βλέπω τον ήλιο
συντροφιά της,
καθώς μυρίζει το πρωινό
κι κείνο το φεγγάρι.
Το φεγγάρι με τη νύχτα του,
το φεγγάρι
που κρεμιέται στη ζώνη της.
Μα δε βλέπω τη μέση της.
δεν είχε ποτέ μια γεύση γλύκας
στην γωνία που σε περίμενα.
Φούσκωνα
και ησύχαζα
καθώς πρόβαλες
με στητή την ομορφιά.
Πως μπορώ
να μη ρίξω
σε τούτο το διάβα σου
την προβιά μου
και να απλώσω
τους πόθους της αγάπης μου,
καθώς τα σπίτια γύρω μου
σβήνουν τα φώτα
και κοιμούνται;
των ματοτσίνορων,
τα μάτια μου
πεταμένα σε χωματιές.
Είχαν δει τόσα!
Στις γύψινες ακτές,
με μαζεύουν οι ρακοσυλλέκτες.
για το κρεβάτι.
Σε κρατώ απ΄ το χέρι.
και την ποίηση
μέχρι την άκρη.
τις αφήνουμε μόνες στο σπίτι.
Στη μοναξιά τους
όπως και τη δική μας.
Μυστικές αγωνίες.
Ο σφυγμός της πόρτας
που έτριζε.
Το σπαρτάρισμα
ενός χαλασμένου θερμόμετρου,
επιτάχυνε τους κτύπους τις καρδιάς μου.
Για σένα!
ένα βήμα ακόμα μπροστά,
για τη ζωή,
για τη ζωή και τοθάνατο.
-χωρίς ανάσες-
στο μισό του δρόμου,
στα μισά της λευτεριάς
στο μισό των δικαίων
στο μισό του ονείρου
στο μισό που καίει το χώμα,
η επανένταξη αργεί.
είπαν οι σοφοί του κράτους.
Κούνησε το κεφάλι ο κόσμος.
Φωνάξτε.
Το νύχι υνί.
Σκάψτε.
το τέλος αργεί ακόμα.
ότι στην τελεία της διαδρομής,
θα ζητωκραυγάσουν
δικαιωμένοι πως νικήθηκαν.
Στην πολυθρόνα τους τα λάβαρα.
ηχεία.
Σε χαμηλή πτήση.
Έλικες .
Δυο χρόνια περίμενε.
Αναρωτήθηκε!
Ίσως και περισσότερο.
Αυτή την Άνοιξη,
πήγε και αγόρασε μιαν ανθισμένη.
Δεν άντεχε άλλο χρόνο χωρίς λουλούδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου