Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- Δημήτριος Γκόγκας (βιογραφικό σημείωμα)
- ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Β΄Μέρος
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Α΄Μέρος
- Δέκα [10] μικρά ταξίδια
- Ξέρω ένα Τόπο / Α΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Β΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Γ΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Δ΄
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Α΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Β΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Α΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Β΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Δ΄ μέρος
- Κάμπος μιας Νιότης (απόσπασμα)
- Σημείο Συνάντησης [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου]
- Απανθίσματα [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου/Χ.Γαλιάνδρα]
- Ταξίδια Πολύτιμα του Νου[Δ.Γκόγκας, Σ.Σκουλίκα, Α.Βλαχιώτης, Ε. Δράτσελος],
- 199 χρόνια Ελεύθερης Ζωής +1 (αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821)
Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016
Πέντε Χαϊκού με αρχή το ΔΕΝ, Αγάπη μου…., Τρία τραύματα
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη συντακτική ομάδα του Ιστοτόπου: http://filomatheia.blogspot.com.cy/2016/03/21_61.html (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΓΟΡΓΟΓΥΡΙΟΥ) που επέλεξε και ανάρτησε τρία ποιήματά μου στις σελίδες τους. Αποτελεί τιμή για εμένα.
Δημήτριος Γκόγκας
Τρεις ημέρες στον Παράδεισο της Σκέψης σου
Της Στρατούλας
Ημέρα πρώτη με τα μάτια κλειστά κι ένα αόρατο βλέμμα αφήνω
να χαθεί πάνω από τους παιδικούς λόφους γεμάτους από ανεμώνες και άσπρακρινάκια, ακολουθώντας τα βήματά μου ανάμεσα στα πουρνάρια που πλήγωναν ταασθενικά άκρα. Παρακολουθώ το μικρό μυρμήγκι και το πατώ για να κατανοήσω τη δύναμη μου κι αφήνω την αγάπη μου εκεί σιμά, δίπλα από το νερόλακκο. Εξάλλου οι
αγάπες πρώτα μαθαίνουνε να κολυμπούν σε νερόλακκους με το φόβο της βδέλλας και την αποστράγγιση της καρδιάς κι ύστερα παρέα με τα δελφίνια και τις αχιβάδες
του πελάγους.
Ημέρα δεύτερη κι ένα στεναγμός βαθειά μέσα στα στήθη μου
σκάει. Το πρώτο αηδόνι της μέρας γλυκά που κελαηδάει καλή μου για τον κεραυνό που καίει κατάσαρκα μέσα στον πόθο. Χειμώνας είναι, μια ώρα παγωμένης εποχής στην Άνοιξη και το δάκρυ σου λιώνει τις νιφάδες στο πρόσωπό σου. Ψάχνω το δενδρολίβανο και στην αγκαλιά σου το άρωμα της Πασχαλιάς.
Ημέρα τρίτη κι ένα κρύο νερό κυλά στα καμπυλωτά χείλη σου.
Διάφανο ως είναι στο ζητώ, εκλιπαρώ, να ξεδιψάσω. Κάνω να πιάσω τα σύννεφα και πέφτω κοιτώντας τον αγέρα να γλιστρά από
τις μεμβράνες ων δακτύλων. Καλή μου σαν βρεθώ στ΄ ακρογιάλι, να είσαι σίγουρη σαν την μοίρα, πως θα ΄ρθει η θάλασσα
γλυφή κι αδέσποτη, μέσα μου να κυλήσει.
Πίστεψέ με έχω το δενδρολίβανο και πλέκω στην αγκαλιά σου
τα στέφανα. Μετά καμιά θνητή ώρα δεν θα μας ορίζει, παρά εμείς. Θα είμαστε οι ώρες, οι μέρες, οι χρόνοι.
Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016
Χαιρετισμός ...
Δεν κράτησα επαρκείς σημειώσεις
ώστε τώρα που ξέφυγα από τη χλεύη εκείνων που
με περιέπαιζαν στο άκουσμα πως ξεσκόνιζα στίχους,
να γνωρίζω με απόλυτη ακρίβεια πότε έγραψα το πρώτο ποίημα.
Κι ίσως τούτο να είναι μία ασημαντότητα
όμως πόσες ασημαντότητες κάνουν τη ζωή πιο όμορφη και πιο τρυφερή;
Κι όσο πλησιάζει ο καιρός που θα διαβούμε
τα κατώφλια της ένδοξης αιωνιότητας και θα μακαριζόμαστε
για μία- δύο γενιές,
δεν γνωρίζω (ίσως όσο αντέξουν τα ήθη και τα έθιμα) να σας πω και
τούτο με ακρίβεια.
Οι μακαρισμοί πολλές φορές κουβαλούν επάνω τους ένα βαρύ φορτίο συμφερόντων, σφιχταγκαλιές και ασπασμούς που μετά την αποδήμηση λαμβάνουν ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Πως ένα λερωμένο εσώρουχο αποκτά αμύθητη αξία επειδή είχε τη τιμή
να περιβάλλει επιδέξιους κώλους.
Στον δρόμο αυτό που επέλεξα να προχωρήσω, δεν ήλπιζα ποτέ,
ότι θα χαρακτηριστώ μονομάχος σε μια αρένα.
Αλήθεια πόση φαυλότητα, πόσος στόμφος μα κυρίως πόση έπαρση επιστρατεύονται στις προσωπικές και απρόσωπες συναναστροφές των ποιητών, ώστε να δειχθεί κάποιος καλύτερος και
να σκοτώσει τα ποιήματα των άλλων. Τις ζωές των άλλων.
Διότι το κάθε ποίημα είναι ένα κύτταρο, είναι κομμάτι του σώματος από τη ζωή ενός ποιητή.
Και εμείς γινόμαστε φονιάδες.
Αν το ποίημα είναι πέτρα, κρατάμε σφυρί
Αν το ποίημα είναι φωτιά, ρίχνουμε νερό
Αν το ποίημα είναι αέρας, κλειδωνόμαστε έσω μας
Αν το ποίημα είναι νερό, το πίνουμε
Αν το ποίημα είναι κρασί, το χύνουμε
Αν το ποίημα είμαστε εμείς, το θυσιάζουμε
Αν το ποίημα είναι ξύλο, το καίμε…
ώστε τώρα που ξέφυγα από τη χλεύη εκείνων που
με περιέπαιζαν στο άκουσμα πως ξεσκόνιζα στίχους,
να γνωρίζω με απόλυτη ακρίβεια πότε έγραψα το πρώτο ποίημα.
Κι ίσως τούτο να είναι μία ασημαντότητα
όμως πόσες ασημαντότητες κάνουν τη ζωή πιο όμορφη και πιο τρυφερή;
Κι όσο πλησιάζει ο καιρός που θα διαβούμε
τα κατώφλια της ένδοξης αιωνιότητας και θα μακαριζόμαστε
για μία- δύο γενιές,
δεν γνωρίζω (ίσως όσο αντέξουν τα ήθη και τα έθιμα) να σας πω και
τούτο με ακρίβεια.
Οι μακαρισμοί πολλές φορές κουβαλούν επάνω τους ένα βαρύ φορτίο συμφερόντων, σφιχταγκαλιές και ασπασμούς που μετά την αποδήμηση λαμβάνουν ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Πως ένα λερωμένο εσώρουχο αποκτά αμύθητη αξία επειδή είχε τη τιμή
να περιβάλλει επιδέξιους κώλους.
Στον δρόμο αυτό που επέλεξα να προχωρήσω, δεν ήλπιζα ποτέ,
ότι θα χαρακτηριστώ μονομάχος σε μια αρένα.
Αλήθεια πόση φαυλότητα, πόσος στόμφος μα κυρίως πόση έπαρση επιστρατεύονται στις προσωπικές και απρόσωπες συναναστροφές των ποιητών, ώστε να δειχθεί κάποιος καλύτερος και
να σκοτώσει τα ποιήματα των άλλων. Τις ζωές των άλλων.
Διότι το κάθε ποίημα είναι ένα κύτταρο, είναι κομμάτι του σώματος από τη ζωή ενός ποιητή.
Και εμείς γινόμαστε φονιάδες.
Αν το ποίημα είναι πέτρα, κρατάμε σφυρί
Αν το ποίημα είναι φωτιά, ρίχνουμε νερό
Αν το ποίημα είναι αέρας, κλειδωνόμαστε έσω μας
Αν το ποίημα είναι νερό, το πίνουμε
Αν το ποίημα είναι κρασί, το χύνουμε
Αν το ποίημα είμαστε εμείς, το θυσιάζουμε
Αν το ποίημα είναι ξύλο, το καίμε…
Αλήθεια γιατί τόσο λίγο κρατά το ποιητικό αεράκι
που έστω γλυκά και ακυβέρνητα σκουντά το καραβάκι στα πελάγη και τις θάλασσες. Πόσο μας ενοχλεί, που στο βάθος του ορίζοντα θαρρούμε πως είναι γκρεμός και παρακαλούμε να πέσει;
Τέλος – τέλος όταν πλησιάζει το φεγγάρι στη μέση και βγαίνουν οι βρικόλακες και οι πόρνες στα θαμπόγυαλα,
όλοι μα όλοι γελούν ακατάπαυστα
(υποτασσόμενοι σε μια παγκόσμια θεωρεία πως το γέλιο κάνει καλό στην υγεία)
γιατί πιστεύουν ακράδαντα πως όλα σε τούτη την τεντωμένη σε μια μικρούλα κλωστή ζωή, ακόμα και η ποίηση είναι ένας ασκός γεμάτος αστεία.
που έστω γλυκά και ακυβέρνητα σκουντά το καραβάκι στα πελάγη και τις θάλασσες. Πόσο μας ενοχλεί, που στο βάθος του ορίζοντα θαρρούμε πως είναι γκρεμός και παρακαλούμε να πέσει;
Τέλος – τέλος όταν πλησιάζει το φεγγάρι στη μέση και βγαίνουν οι βρικόλακες και οι πόρνες στα θαμπόγυαλα,
όλοι μα όλοι γελούν ακατάπαυστα
(υποτασσόμενοι σε μια παγκόσμια θεωρεία πως το γέλιο κάνει καλό στην υγεία)
γιατί πιστεύουν ακράδαντα πως όλα σε τούτη την τεντωμένη σε μια μικρούλα κλωστή ζωή, ακόμα και η ποίηση είναι ένας ασκός γεμάτος αστεία.
Αγαπητέ μου Ποιητή, μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα!
Σάββατο 25 Ιουνίου 2016
Σου είπα να μην πεθάνεις....
Σου
είπα να μην πεθάνεις.
Δεν μου έκανες τη χάρη. Και τώρα με κάθε
περιστέρι πετάει η ψυχή σου.
Σου
είπα να μην πεθάνεις.
Και
συ χαμογέλασες. Αστείο, ψέλισσα ! Μα τώρα κατάλαβα πως έλεγες αντίο.
Σου
είπα να μην πεθάνεις.
Απάντησες,
μάλλον ταξίδια ονειρεύτηκες, ότι μοιάσεις του Ιώβ. Σήμερα στη στάση του
Λεωφορείου, ήμουν μόνος.
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016
[Γυρίζω πολλές φορές τα μάτια μου πίσω]
Γυρίζω
πολλές φορές τα μάτια μου πίσω
από
μια αρχαία συνταγή να πολεμήσω τη λήθη.
Δεν
οραματίζομαι το παρελθόν.
Πως
άλλωστε να συμβεί, μόνο το μέλλον έχει
θέση στα όνειρα.
Στο
καράβι που βυθίζεται υπάρχουν οι ζωές μας.
Προχωράμε
και κείνο βυθίζεται αργά,
μέχρι
η κινούμενη άμμος της κλεψύδρας γίνει ξεραμένη λάσπη για μάς
και
εγκλωβίσει τους ευλογημένους ερχόμενους.
Γυρίζω
πολλές φορές τα μάτια μου πίσω
βλέπω
γυμνούς τους συντρόφους μου σε ευάερα σπίτια,
αμέριμνοι
στις ξεκούραστες πολυθρόνες μπροστά στους δέκτες ευλογώντας τα δικά τους
που
αλλοίμονο ουδέν σχέση
με
τη διάβρωση και τη κακία που σπέρνουν οι άλλοι.
Πόσο
φταίνε οι αυτοί οι άλλοι.
Που
εγκαταλείφθηκαν μόνοι σ΄ ένα κρεβάτι πεζοδρομίου,
με
τη βλακεία του έναστρου ουρανού στο κεφάλι τους.
Που
ρακένδυτοι τριγυρνούσαν, σ΄ ένα πιθάρι
αυνανιζόμενοι
τη σοφία που γεννάει μια ηλίαση του νου.
Που
πληγωμένοι από θανατικές αποφάσεις ανικάνων αρχηγών,
χτυπούν
παλαμάκια
στο
άκουσμα λαϊκού φασιστικού εμβατηρίου υπό τύπου παραγγελιάς.
Που
αποσβολωμένοι από την ορμή του νερού, δεν τολμούν να διαβούν το ποτάμι.
Που
υποτελείς μακαρίζουν την αιώνια διαφθορά,
γλείφοντας
με επιμέλεια τα ακροδάχτυλα τους
Γυρίζω
πολλές φορές τα μάτια μου πίσω
και
σκάβοντας στη μετανάστευση της σκέψης,
λέω
τι απομένει; Μια ωραιότατη εξόδιος ακολουθία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)