Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα, αφιερωμένη στην πατρίδα του το Στρυμονικό Σερρών (τρία έμμετρα ποιήματα)


ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ (Στρυμονικό Σερρών)

Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,

του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το  χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.

Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.

Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.

Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν  φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.

Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην  πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.

Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν  μυγδαλιές στα σχολεία.



**
ΠΟΝΟΣ


Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσανε.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους  χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.

Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος  κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.

Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.

Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.


**

Η ΚΑΠΝΟΠΟΥΛΗΣΗ


Χειμώνας. Κάπου στο σπίτι μια σόμπα ανάβει,
ο πατέρας κι η μάνα σκυφτοί σε μια κάσα,
ο παππούς με βελόνα, τα δέματα ράβει
κι εμείς στο σοφρά με κοφτή την ανάσα.

«Όταν θα έρθει ο έμπορας, βράδυ,
μάνα να βγάλεις το σπιτίσιο γλυκό,
να χορτάσει το μάτι». Δίνει στον άνδρα το αστείρευτο χάδι
πάει να γεμίσει το ποτήρι νερό.

Ο ήχος στην πόρτα, ένα τσίμπημα, πόνος.
Τα μάτια του θόλωναν, κοιτούσαν παντού.
Σαν να σταμάτησε στο σπίτι ο χρόνος.
«Έλα, έλα θα βρούμε μια άκρη  αλλού»

Πώς να του σφίξεις το χέρι; Κατράμι
στα δάκτυλα, μαύρο σαν πίσσα.
Ανείπωτος κόπος που πήγε χαράμι,
στα χείλη η γλυκύτητα, έγινε λύσσα.

«Μην απελπίζεσαι, του χρόνου η σοδειά σου,
θα είναι καλύτερη» την πλάτη χτυπάει.
«Για δες ομορφούλικα που ειν΄ τα παιδιά σου.
Είναι καλή η τιμή». Μα κανείς δεν γελάει.

Κλείνει η πόρτα, η ώρα κυλάει.
Ο πατέρας κι η μάνα ξανά παν΄  στην κάσα.
Ο παππούς σε μυριάδες κομμάτια. Την μοίρα κεντάει,
κι αφήνει να φύγει απ΄ το κορμί του η ανάσα.



Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Ο Μυστικός Δείπνος των Ποιητών /Δημήτριος Γκόγκας




    Γυροφέρνουν τα ομιχλώδη βράδια  μονάχοι στα ξεχασμένα καταγώγια του Καβάφη και χάνονται στην απειλητική ρουτίνα του Καρυωτάκη. Το μολύβι ξυσμένο πάντα στο κρόταφο, σημαδεύει την άβυσσο και αναβοσβήνει από νέον η ξεχασμένη ρήση του Καζαντζάκη.  Παραγγέλνουν ανοίγοντας και φυλλομετρώντας τους σαθρούς καταλόγους ποτά, με τους αυτάρεσκους σερβιτόρους. Ποτά που δεν υμνήθηκαν ποτέ για τη γλύκα τους. Μεθούν συλλαβίζοντας μία – μία τις Μούσες κι αναθεματίζουν την αυγή που θα τους βρει με το γέρικο κορμί ολόρθο. Θα έχουν τη δύναμη να διαβούν τη μονοτονία της ζωής που δεν έχει τέλος; Θα τη βρούνε. Κι είναι ένα μεικτό βάσανο, ένα χασμουρητό, μια βαριά ανάσα, ένα ξεχασμένο μειδίαμα στο γκρεμό του χείλους, μια ποιητική κατάρα.
  Αγγίζουν το στήθος της ποίησης, οχλαγωγούν ανάμεσα σε χαρακτηρισμούς, ουσιαστικά, υποκείμενα και επίθετα, απορρίπτουν όπως- όπως τα υποκοριστικά και ανεβαίνουν στα καράβια του Καββαδία, για να σαλπάρουν στις απέραντες θάλασσες του Ελύτη και να ξαποστάσουν μαζί με τον Σεφέρη στις ακρογιαλιές της Μεγαλονήσου.
Είναι μόνοι, αισθάνονται μόνοι και μόνοι θα μείνουν. Χωρίς την μεθυστική αγάπη του Λειβαδίτη και τα συμπονετικά γράμματα του Μόντη.
    Όταν σηκώνονται να χορέψουν ξεχνούν την Ιθάκη και αρματώνονται τον Θούριο. Κραυγές, αλαλαγμοί καθώς χτυπά ο ταμπουράς και το βαρύ ζεϊμπέκικο του Μάνου συνεπαίρνει τα βήματα και ξορκίζει τις ατασθαλίες των ποιημάτων. Σπάνε τα ποτήρια, τρέχουν να μαζέψουν τα γυαλιά οι λάγνοι του έρωτα και οι μεθύστακες των στίχων. Κόβονται και τρέχει πηχτό το αίμα ανάμεσα στα δάκτυλα που ενώνονται και θεραπεύονται. Πλέκονται τα χέρια τους σ΄ έναν λεβέντικο και ζωναράδικο καθώς ψάλλει στην άκρη της υπόγειας ταβέρνας ο Μελωδός. Αγαλλιάζουν εκστασιασμένοι τους κίονες, με τις γραμμώσεις τους να τιμούν τους προγόνους και να κτυπούν, ναι να κτυπούν τις γροθιές πάνω στους ασβεστωμένους τοίχους μέχρι να γραφεί ο αιώνιος και άταφος στίχος.
    Αναρωτιούνται μεθυσμένοι αν ο στίχος θα είναι κάποιου από τους ανάμεσά τους, αν είναι νεκροτράγουδο σιωπηλό, αν είναι δημοτικό, αν είναι άσμα των ασμάτων. Άδοξη νύχτα, μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό κι ύστερα μια άδοξη νύχτα.
   Ένας- ένας καθώς κλείνουν οι παραγγελιές, τα σπαθιά και τα μαχαίρια εναποτίθενται στην τράπεζα και μεταλαβαίνουν το αίμα και το σώμα της ποιητικής. Κι όταν θωρούν το αόρατο και γαλήνιο κενό υπογράφουν άλλοι συνειδητά και άλλοι χωρίς να καταλαβαίνουν το δρόμο χωρίς επιστροφή. Πνίγονται στο πηγάδι της λήθης.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Πέντε (5) χαϊκού * του Δημητρίου Γκόγκα





Ακροποταμιά.
Οι Φωνές των βατράχων
με νανουρίζουν.

Ζάλη. Άνεμος,
φυλάει τη πόρτα μου.
Θάνατος ισχνός.

Το αηδόνι,
πλήρωσε τοις μετρητοίς,
φωνή να έχει.

Ανατέλλοντας,
παίρνει το προσωπείο
και περιπατεί.

Θωρεί το βουνό.
Ανεβοκατεβαίνουν.
Δώδεκα μήνες!



* Έπαινος στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Χαικού περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ/ 2020

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Δημήτριος Γκόγκας: Όταν έσβησε ο πατέρας / Σχόλιο του κ. Κώστα Τσιαχρή


Όταν έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.
................................................
Υπάρχουν τα ποιήματα που τα διαβάζεις και νιώθεις ότι δεν έχουν στάλα αίμα μέσα τους. Ωχρά και πλαστικά. Όσο και να τους δίνεις το φιλί της ζωής παραμένουν ακίνητα. Και σα να τα χωρίζουν συρματοπλέγματα από τον δημιουργό τους. Λες κι είναι από άλλο γενετικό υλικό καμωμένα. Δεν μπορούν να σε ξεγελάσουν . Φαίνεται η προσποίησή τους.
Αλλά είναι κι άλλα ποιήματα που μετά την ανάγνωση μυρίζεις το αίμα, τον ιδρώτα, την ανάσα, την πληγή, το βογγητό του ποιητή. Είτε απλά είτε περίτεχνα σε προσκαλούν να μπεις μες στα φωνήεντά τους. Να μάθεις γλώσσα απ'την αρχή ,με τους κανόνες της συγκίνησης. Να ξυπνήσεις με το άνοιγμα των δικών τους ματιών. Να κοιμηθείς με το χασμουρητό τους. Ποίηματα που καπνίζουν την αλήθεια μέσα στα πνευμόνια σου.Που δε θέλεις να τα εκπνεύσεις .
Δε χρειάζεται να πω σε ποια φυλή ανήκει το δημοσιευμένο ποίημα. Είναι βαμμένο στο μέτωπό του το σημείο αναγνωρίσεως. Ο μυστικός κώδικας που ενώνει τα αίματα όσων υπηρετούν με ήθος τη γραφή. Δε χρειάζονται πλουμίδια για να πιστοποιηθεί η ιθαγένειά του. Το πρωτόγονο ύφος του θαυμασμού απέναντι σε ό,τι κατατρώει τη θνητότητά μας

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020