Όσο πλησίαζε η
αναμενόμενη επιστροφή,
κοιμόταν σε καμένη ηλιαχτίδα.
Δεν μπορούσε να πλησιάσει την άκρια του ανέμου.
Που να πάει;
Φύλλο ξεραμένο,
λησμονημένο από τα αδέλφια του.
όμοια σκιά ενός
δένδρου στην έρημο.
Μια στεγνή δροσοσταλιά πάνω στο διψασμένο δέρμα του,
αλλόκοτη ανησυχία.
Μια Κερκόπορτα ρημαδιό
κι αυτή σε σελίδα
ενός ευαγγελίου.
Σφαλιστή.
Λιώμα το αιμάτινο
βουλοκέρι.
Γέλωτες και
μειδιάματα οι πολεμόχαροι οσιομάρτυρες.
«Διέξοδος» ψέλλιζε κι έβλεπε μια όαση,
λουλούδια, γιρλάντες και νερό να πλημμυρίσει ένα καινό όνειρο.
Πήρε δυο χάλκινα
άστρα από τις επωμίδες
κι όπως εξοστράκισε τον ουρανό
είδε το φίδι να του χαρίζει το κόκκινο μήλο.
* Γ΄Βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Περιοδικού : ΚΕΛΑΙΝΩ έτους 2020