Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Για την δική μου Πατρίδα* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ



Κάθε πρωί της ξενιτιάς ο ήλιος χρυσολάμπει.
Μα μένα την καρδούλα μου φωτίζει μια νυχτιά,
που απλώνεται κει στα βουνά. Κι είναι νεκροί οι κάμποι,
κάποιας πατρίδας που στο νου μου, πάντα τριγυρνά.

Το άρωμά της δεν ξεχνώ, είναι της μάνας μύρο.
Απλώνονταν απ΄ την αυλή, ως κάτω στο ποτάμι.
Κυρτή στ΄ αναχώματα, η λεύκα όπου θα γύρω
και η ψυχή απ΄ τη κούραση, σιγά θα αποκάμει.

Οι λόφοι της παράδεισοι, γεμάτοι ανεμώνες.
Απ΄ το βουνό απλώνεται σαν σκέπη o ουρανός.
Ξενιτεμένοι γερανοί μου φέρνουνε εικόνες.
Και φτερουγίζει πάντοτε στα στήθη ένας καημός.

* 2016: Έπαινος στον Ε΄ ποιητικό Διαγωνισμό Καισάριος Δαπόντες (Δήμος Σκοπέλου)

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

ΟΡΑΣΗ *



Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
 
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
 
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
 
Μασώντας τα φύλλα τους,
 
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
 
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
 
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
 
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
 
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
 
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
 
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
 
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
 
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
 
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
 
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
 
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
 
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
 
.

Μετάφραση στα Γαλλικά από την κα Παναγιώτα Τσορού

VUE

Dans la ville déserte où il vivait 
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu 
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs. 
En mâchant ses feuilles, 
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude 
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté 
un petit plat de gâteau et une lune cousue 
au point de croix sur son bras 
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux  - 

L'été passé - et cette année c'est arrivé le même - 
face à l'autre phase de la pleine lune 
avec les rires possédés 
la main étendue d'un loi  particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps. 

Les lunes d'été lui plaisaient le plus 
les couleurs lui plaisaient le plus 
les formes lui plaisaient le plus 
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur 
au moment que  l'ombre du figuier 
donnait un coup de pied du  mur. 
La forme de la femme - femme d'amande amère - 
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.

Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement 
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime 
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi. 

Traduction:  ΠαναγιώταΤσορού 


* 2016:  Το ποίημα ΟΡΑΣΗ ήταν ανάμεσα στα 42 διακριθέντα του  5ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό ΕΛΙΚΩΝ, Τα 42 ποιήματα συμπεριλήφθησαν στη συλλογή του  ΕΛΙΚΩΝ που θα εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Momentum.

Κάτω, στην Πατρίδα που σίγησε…* / Δημήτριος Γκόγκας



Χθες η Πατρίδα σίγησε
Όπως το όπλο αχνίζει πάνω στο νεκρό σώμα του αδελφού.
Σήμερα η Πατρίδα σιωπά
Παντρεύει όπως-  όπως τον ήλιο του μεσημεριού με τη σιωπή της νύχτας.
Πλάθει τον κόσμο γύρω της
Κι ο κόσμος αυτός αύριο θα είναι πιότερο θλιμμένος.

Δεν πέρασε ούτε μισός αιώνας
Κι η μάνα ακόμα είναι εκεί με το ποτήρι στο πάγκο της Κουζίνας,
Το πιάτο στο τραπέζι
Και τις σπαρακτικές φωνές που στέγνωναν στα σύρματα της αυλής.
Έξω από τον σώμα της Ειρήνης, μέσα στην ανάσταση του πολέμου.


Κοντεύει πια μισός ο αιώνας
Με τις καμινάδες στον τόπο μου
Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπυθο
Να αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς και της έρμης Πορτοκαλιάς.
Τ΄ ατσάλινα πόδια τους
Δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας. 

Χρόνια τώρα
Τα πρόσωπα τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες
Κι είναι μια δόλια σκλαβιά μέσα στη σκλαβιά όλου του κόσμου.

Μάνες δεν είστε έτοιμες;
Πάρτε τα γαρύφαλλα από τους τάφους των παιδιών σας
Στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες
Να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκλήσια της Πατρίδας

Εκεί στις ασημοκέντητες στεριές που ασπάζονται τη θάλασσα
Εκεί που πετροκάραβα σηκώνουνε γαλανόλευκες σημαίες

Εκεί, όπου  ένα μικρό χρυσοπράσινο φύλλο πλέει ελεύθερο. 




*
Έλαβε το β΄βραβείο στον  6ο Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού, εις μνήμην Βίκυς Ζαχαρίου – Δημήτρη Μανιού,  του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ) στην ενότητα με Θέμα: Κάτω στην Κύπρο, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά-Λάπηθο... 

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Μυαλό δεν θα βάλουμε ως οδηγοί στην Κύπρο! / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


Είναι γνωστό ότι ως λαός στο τιμόνι δεν τηρούμε τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον αυξημένο αριθμό κλήσεων από την αστυνομία, αλλά κυρίως τα τροχαία ατυχήματα, θανατηφόρα και μη. 

Ώρα 17:00 / 8 Απρ 2025 στη Λάρνακα. Η οδηγός (γυναίκα ήταν πράγματι) του αυτοκινήτου, εξήλθε από το πάρκιγκ του Κέντρου Μαστογραφίας της πόλης,  και αντί να στρίψει αριστερά καθώς ο συγκεκριμένος δρόμος είναι "μονόδρομος", στρίβει δεξιά και κατευθύνεται στην παραλιακή οδό. Η αλήθεια είναι ότι "κοντοστάθηκε" πριν πάρει αυτή την απόφαση. Έθεσε έτσι και τον εαυτό της σε κίνδυνο, αλλά και τους οδηγούς που έρχονταν και από τις δύο κατευθύνσεις της παραλιακής. 

Σε τέτοιου είδους σημεία θα έπρεπε να υπάρχουν κάμερες και να καταγράφουν παραβάσεις που αποδεδειγμένα αποτελούν επικίνδυνες οδηγήσεις και όχι στα φώτα της τροχαίας, όπου το πάτημα της λευκής γραμμής ως επί το πλείστον δεν θέτει σε κίνδυνο καμία απολύτως ζωή! 

4 Χαικού/ 4 εποχές / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


ΑΝΟΙΞΗ
 
Ανθοί λεμονιάς
Στολίζουν τα μαλλιά σου.
Να, η  Άνοιξη!
 
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
 
Ένα καβούρι,
σεργιανίζει στο γιαλό.
Καίει ο ήλιος.
 
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
 
Στο πατητήρι,
ρέει πηκτό το κρασί.
Βρόχινος καιρός.
 
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
 
Ένα σπουργίτι,
τσιμπολογά στο χιόνι.
Χνώτο στο τζάμι.

ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ* /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ


 


 
Χιόνι
 
Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, 
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. 
Καίει ότι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.
 
Βροχή
 
Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.
 
Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα,
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.
 
Ιδρώτας
 
Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες : Με το παραπάνω
και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.
 
Γάλα
 
Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια ,
καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.
 
Αίμα
 
Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δένδρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,
το αίμα  μας να πιούνε.

 

* Το 2015 έλαβε το 3ο βραβείο, του 4ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ για το ποίημα: «Πέντε Δάκρυα»