Τώρα δηλαδή τι καταλάβατε με αυτή τη συκοφαντία;
Πως τάχα η ποίηση είναι τοίχος και όχι σεβασμός.
Εκτός και αν ο τοίχος που στήσατε είναι ο σεβασμός
του βαθύτερου εγώ.
Έχετε τη δυνατότητα θα πει ο δικαστής: Να
σταυρώσετε πριν εσείς να σταυρωθείτε.
Και η επιλογή πάντα διαυγής τόσο για το ύψος του
σταυρού και την ποιότητα του ξύλου.
Δεν θέλω ονόματα, δεν θέλω διευθύνσεις να
αποστείλω την ποίησή μου.
Γυμνούς ανθρώπους θέλω να τους ενδύσω με στίχους
και κάθε λογής λέξεις.
Με σκούρα και άσπρα σύννεφα, με βροντές και
αστραπές, με πτώσεις βροχών…
Κυρίως με ειλικρίνεια και σοφία.
Εκεί στα αδελφικά σύνορα,
εκεί με το όπλο στον ώμο και την ευχή να κρέμεται
στο στήθος. Την ευχή της μάνας.
Μην απορείτε αν ισχυριστώ:
Πως στις φλέβες μου δεν τρέχει αίμα ποιητικό,
πως ο κύρης μου ήταν αγρότης, χαμάλης, μετανάστης.
Δεν προέρχομαι από γαλάζια γενιά. Σκουρόχρωμα ήταν.
Να συνοφρυωθείτε αν σας πω πως μεγάλωσα κρεμάμενος
στις πικρές πομπές,
κρατούντων χαρτοφυλακίων εθνών και κρατών. Τότε
ανακράξτε: Έλεος, σταματήστε τον…
Μην σταματάτε τους ποιητικούς ανέμους,
μην λησμονάτε πως άνεμοι είμαστε, στάχτες χώματα
και νερά.
Μην πίνετε μονάχα το κρασί που σας μεθά
μα σηκώστε το ποτήρι στο κρασί που μας ενώνει.
Ο ήχος των ποτηριών δεν είναι πολέμου, πλην γάμου.
Ο άνθρωπος
και η ποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου