Μυρμήγκιαζε το κεφάλι της από φθόνο και μίσος για τους υπόλοιπους. Χωμένη
μέσα στις ραδιουργίες και τις μικροαπάτες, ως κηφήνας ζούσε μέσα από τους άλλους
και από τους άλλους. Η ίδια συκοφάντης και διαιρέτης. Με απλωμένες παρωπίδες,
έχτισε τοίχους μπροστά της, να μην την βλέπει ούτε ο ήλιος. Παντού σκιές, εκτός
από τη δική της. Δεν άντεχε να βλέπει τη σκιά της. Μην την πατήσει κατά λάθος.
Στη δεξιά της τσέπη είχε πάντα το ευαγγέλιο. Την Κυριακή μετά την
καθιερωμένη συγχώρεση – τι τα θες τούτα έλεγε ο ιερέας- έσχιζε και μια σελίδα
παραβολής. Δεν ξέρει και κείνη τι της θύμιζαν. Ανακάτευε με τα δάκτυλά της τα
μαύρα της μαλλιά, αχτένιστα και άπλυτα να δείχνουν τη μιζέρια και την ψυχική της
δυστυχία.
Εξαιρετικό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή