Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

Γ. Ξέρω ένα Τόπο: Ποιητική του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book) (Απόσπασμα: 12 ποιήματα)

 

ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ
 
Τα πέλματα.
Τα δικά μου πέλματα.
Πέλματα των ευγενικών εποχών,
της εκφραστικής Άνοιξης,
του αμήχανου Καλοκαιριού,
του μαραμένου Φθινοπώρου,
του γοητευτικού χειμώνα,
 
αγγίζουν πάντοτε με στητή προσοχή,
το απαλό χρώμα της σκιερής Πατρίδας.
 
Σκύβω
κι επιστρέφω το αφελές βλέμμα
μικρό
μα εκείνο το αφελές βλέμμα
που κοιτά βαθιά στην αθώα ψυχή.
 
Επιστρέφω το βλέμμα
στην πικρή ξενιτειά
που τελικώς αδίκησα.
 
*
 
ΠΟΡΤΑ ΣΤΟ ΡΕΜΑ
 
Ο χρόνος σταματούσε στην μέση της ημέρας
ο ήλιος πύρωνε τις άσπρες πέτρες στο στεγνό ρέμα.
Και όλοι μας αναζητούσαμε μια πόρτα στο ρέμα.
 
Ένα πράσινο δάσος
πετούσε μια πεταλούδα
έτοιμη να σκάσει από την ζέστη
και  τον ιδρώτα της ξενιτιάς.
 
Εκεί στην άκρη του ξεροπόταμου
μια πόρτα
ένα όνειρο
που έκλεινε κάθε που φαινότανε
να έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα,
ο χωροφύλακας με το πηλήκιο
και ο δάσκαλος με την βίτσα.
 
*
 
 
 
ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
 
Πέθανε από φυσική φθορά
ο πατήρ Αντώνιος
κάποιο απόγευμα
στην περιοχή του Πέγκου.
Ανάμεσα από τους  χασλαμάδες,
δίπλα από τα τσίγκινα ποτιστήρια
και τις γούρνες με το καθάριο νερό
και στο βάθος οι βδέλλες.
 
Για τούτες τις γούρνες πολλά είχαν ειπωθεί
κατά τους πρεσβύτερους χρόνους,
θυμάμαι
πως είχαν καταπιεί και πέντε έξι παιδιά
από ανεύθυνες μάνες.
 
Ένα απ΄τα παιδιά που τον αγαπούσε
φώναξε με σπαραγμό:
«Ας έπαιρνε ο θεός εμένα»
 
Κούνησε το άκρο σαν να του έλεγε
πως έτσι κρατάει την τάξη ο θεός.
Πρώτα ταξιδεύουν οι γονείς και
μετά τα παιδιά τους.
 
Εκτός και αν κάνουν λάθος
οι πρωτοσύγκελοι.
 
 
*
 
ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
 
Κάποια μέρα
που στην σκέψη μου
ένα κουβάρι πίκρες ξετυλίγονται
φτάνει ένας λόγος από το χθες
καβάλα σε μια μνήμη.
 
«Τι ωραία που είναι η ζωή σήμερα»
 
Θαρρώ πως κι αυτό είναι ποίηση.
 
Κοίταξα πίσω και είδα τον παππού.
Κοίταζε το μέλλον να βρει ένα πρόσωπο που πρόδωσε.
 
 
*
 
 
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
 
 
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
 
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες. 
 
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.
 
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
 
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.
 
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.
 
 
 
*
 
ΑΙΦΝΙΔΙΩΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΘΗΚΗ
 
Θα σας παρακαλέσω
να σκάψτε βαθιά τον τάφο μου που πρόκειται ν΄ ανοίξω
για να κάτσω οικειοθελώς
μέσα σε μια ζωγραφισμένη νεκρό κάσα.
Ψηλά, ανάμεσα στους δυο λόφους και το Κορφοβούνι
όπου η δική μου γη κι η γη των προγόνων μου μεγαλώνει
όσο και οι παπαρούνες του κάμπου.
Εκεί στην μέση των ριζών της παρηγοριάς και του πόνου
θα απαλύνει ο θάνατος με βότανο  τον εξοστρακισμό μου
σε κείνο το υπόγειο ρέμα που οδηγεί
στις λευκές ασίγαστες κατοικίες των ανθρώπων.
 
Θα ξαπλώσω κάτω από την γη περίπου στο ένα μέτρο
για να μην δω τα δάκρυα που θα πέφτουνε
ψιχάλες ψεύτικες και τα όρνια της υπογείου
έτοιμα για ένα κυνηγητό της καμένης σάρκας.
Αχ- Αχ παντού απλωμένα, στις πευκοβελόνες
στα φύλλα της μολόχας και του βασιλικού
που πλάκωσε το διπλανό μνήμα και θέλει ξεχορτάριασμα. 
 
Το ξύλινο φτυάρι που πρώτο θα με ραίνει
εγώ θα καταραστώ.
Μέσα από το ξύλο θα βγει μια κραυγή
όμοια η κραυγή ενός λύκου που δεν χόρτασε
την ζωή να κυνηγά μέσα στα καλαμπόκια και τα καπνοχώραφα.
Και να πω ζωντανός ακόμα ότι
σαν δεν μου δόθηκε φωνή στους ζωντανούς
ας έχω φωνή στους πεθαμένους.
 
Κάτω, από τα θαμπόγυαλα των φαναριών που σπάνε από την υγρασία,
καθώς σφίγγουν τα κόκκαλα των ποδιών από το γονάτισμα.
Μέσα από την πίκρα στο στόμα
κατράμι στα δάκτυλα με τα ματσάκια φύλλων καπνού
Δέκα- δέκα δίπλα από τις ρίζες
που αναδύονται από τα στόματα ταλαίπωρων χωρικών
όπου πατείς και όπου σπέρνεις και θερίζεις,
αιφνιδίως θα γράψω μια διαθήκη.
 
Θα τ΄ αφήσω όλα αυτά
Θα τ΄ αφήσω.
 
Μέσα από μια προσευχή και ένα χορό,
που αλυσίδα θα είναι τα χέρια των συγγενών, των φίλων και
κείνων που θα έρθουν να δούνε αν θα χει πολύ κόσμο η κηδεία
και τις υπογραφές των στεφανιών
από χρησιμοποιημένα γαρύφαλλα άλλων πεθαμένων και άλλων κηδειών,
αιφνιδίως θα γράψω μια διαθήκη.
 
Εκείνη τη μέρα θα γίνει
Αίμα η βροχή
Νερό το χώμα
Και το σκουλήκι εγώ
Το φίδι εσύ
Που θα κρατάς το φτυάρι.
 
Είναι όμορφοι αυτοί που με μίσησαν και
ακόμα πιο όμορφοι αυτοί που με αγάπησαν.
 
3 Σεπ 2013
*
 
ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι  δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές  από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
 
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
 
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
 
 
*
 
Η ΒΙΤΣΑ ΕΓΙΝΕ ΜΟΛΥΒΙ
 
Πολλά χρόνια τώρα,
μικρός μεγάλος, έχει άραγε σημασία
έγραφα, έγραφα
και να που δεν έγινε και καμιά αλλαγή.
 
«Πήγαινε παιδί μου καμιά βόλτα
ξέφυγε από αυτά τα μολύβια και τα τετράδια»
 
Στο βάθος η κυρία Δασκάλα
ακόνιζε στην φωτιά
την βίτσα της,
 
μια βίτσα που συμπαθούσε ιδιαίτερα.
 
Αυτή η βίτσα έγινε μολύβι
κι έγραφα, έγραφα.
 
*
 
ΝΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΣΟΥΝ ΟΙ ΧΩΡΙΑΝΟΙ
 
Να με συγχωρέσουν οι χωριανοί
δεν ξέρω ν΄ απαγγέλω ποιήματα
κάπως να γράφω ίσως,
θυμούμενος τα χελιδόνια και τους
πελαργούς που μας έφερναν την Άνοιξη.
 
Σκοτάδι και πίσσα
στο γήπεδο που έπρεπε να περάσεις
χωρίς να φοβηθείς τους κοιμισμένους
του νεκροταφείου.
Κάποιοι λέγανε πως γυρνούσανε,
τα βράδια και κουνούσαν τις συκιές
πίσω από τα στενά περάσματα
στους μικρούς δρομάκους και τις σκοτεινές γειτονιές.
 
Τι φταίγανε και τούτοι;
 
Όλοι λίγο πολύ πέρασαν
από τον αγροτικό γιατρό
δώσανε το κάτι τι τους
μαζί και το κουράγιο για μια
καλύτερη ζωή
και το αύριο που μπορούσε
Πανάθεμα
να περιμένει.
 
Αμ δεν μπορούσε.
 
Η ελπίδα μέσα στις σύριγγες
κι ύστερα στο κορμί που σπαταλήθηκε
στα χωράφια και στους κάμπους.
 
για ποιον;
γιατί;
 
*
 
ΜΑΝΑ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΜΑΝΑ
 
Μάνα
καλή μου μάνα σε εκλιπαρώ
θα ταξιδέψω
θα φύγω για τα ξένα
και ακόμα δεν θα το χεις κάνει
 
στην αγκαλιά σου
να κρατάς
τον κόσμο όλο.
 
Γιατί;
 
μόνο απ΄τα στήθη σου να ρέει άσπρο γάλα
στο στόμα των ανθρώπων;
Η καρδιά σου να χτυπά χωρίς σταματημό
Τα δάκρυά σου να στεγνώνουν πάνω σε πέτρες και όπλα.
Τα χέρια σου να φτυαρίζουν την ειρήνη;
 
Και τα παιδιά σου μάνα;
Που είναι τα παιδιά σου;
 
Κολλούν σαν βδέλλες πάνω στο κορμί σου
κι ακόμα σκουπίζουν απ΄τα χείλη το αίμα σου.
Η καρδιά τους σταμάτησε να χτυπά
Κι ακούγονται μονάχα οι καμπάνες πένθιμα.
Τα δάκρυά τους κρύφτηκαν ποτάμι ολόκληρο.
Πίσω απ΄ τις κόγχες.
Δεν έγιναν ποτέ καταρράκτης,
ελέω μιας στεγνής σφαίρας που έφραξε τον δρόμο τους
και τα χέρια τους μάνα;
Τα χέρια τους που σήκωσαν σημαίες
τώρα στην στάση της υπόκλισης μέσα στο νέο σπίτι.
Τι μικρό μάνα τούτο το σπίτι!
 
*
 
ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ
 
Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
 
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
 
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.
 
*
 
 
ΜΑΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
 
Μανούλα μην κλαις. Στο υγρό προσκεφάλι
κουφέτα έχω απλώσει, (νύχτα) σφαίρες κενές.
Δεν μιλώ για ημέρες που θεός θα μας βάλλει
να χορεύουμε σπίθες, σ΄ απλωμένες φωτιές.
 
Αχ μανούλα….. το κρυφό χτυποκάρδι
είναι πόνος σε πόνο που δεν έχει γιατρειά
σαν την αύρα που απλώνει στα μαλλιά σου ένα χάδι
και πριν ξημερώσει  είναι στάλα, δροσιά.
 
Ναι μανούλα, μην κλαις. Ο γιός σου εχάθη
στου πολέμου την νίκη. Κι ένα άστρο που ήρθε,
λαβωμένο απ΄ του εχθρού την ολόχαρη σπάθη
σαν χνώτο σε τζάμι, απ΄ το στόμα σου απήλθε.
 
Και τώρα; Τώρα μανούλα τα μαλλιά σου ασπρίσανε
και στα δάκτυλα έπλεξαν. Πόσο δύσκολο είναι
τους εχθρούς να δεχτείς - που κι αυτούς τους μισήσανε-
Κυριακή σε τραπέζι. «Γιε μου αστέρι έλα δίπλα και μείνε,
 
χτένισε τον Χειμώνα κι άπλωσέ μου την λύπη
να στεγνώσει στο σύρμα, που κουρνιάζουν πουλιά
πριν μετρήσω τις σφαίρες και δω πως μου λείπει
μια θα αστράψει και θα φύγουν μακριά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου