Το μικρό σπιτικό ήταν
χρισμένο στην άκρη μιας αυλής, στην κοινότητα της Γαλάνης στη Ξάνθη. Τι σπίτι
δηλαδή, μια αποθήκη φορτωμένη με χίλια δυο πράγματα. Ένα κρεβάτι, μια
ξυλόσομπα, ένα ντουλάπι για τα ποτήρια και
τα πιάτα, κι ένα μικρό κομοδίνο για τις πετσέτες του προσώπου. Ο καναπές στην
άλλη άκρη, με τρυπημένα τα καθίσματά του. Αμέσως μετά η τουαλέτα και το στενό μπάνιο.
Ακαταστασία. Πώς να μπορέσει αναρωτήθηκα γριά γυναίκα να καθαρίσει. Δεν την
παίρνανε και πολύ τα πόδια της. Μόλις περνούσαν λίγα λεπτά της ώρας ένας πόνος
ανέβαινε ίσα με τη πλάτη και δεν την άφηνε όλη τη μέρα. Το μεγάλο σπίτι, αυτό
που έχτισε ο άνδρας της ο Πανίκος στη μέση της αυλής. Ένα από τα παιδιά τη, ο
Χρήστος έμενε εκεί, με την οικογένειά του.
Η γιαγιά Σοφία, με την μαύρη
ποδιά στη μέση της, σήκωσε το ποτηράκι με τη μέντα και το ήπιε μονορούφι, καθώς
ήταν ξαπλωμένη. «Θες και συ λίγο; Πιες μωρό μου καλό κάνει.»
Εγώ ήμουν αόρατος. Παρ΄ όλα αυτά μου έβαλε και έβρεξα τα χείλη μου.
«Έλα εδώ έξω, δίπλα από την
τριανταφυλλιά. Έλα να κάτσουμε να σου πω μια ιστορία μα θες.» Συνήθιζε να μου
λέει ιστορίες από τον ξεριζωμό της. Ήμουν ο αγαπημένος της γαμπρός στο σόι και
μια και κανένας άλλος δεν έδινε σημασία να χρόνο να ακούει τις ιστορίες της, η
αγάπη της έπεσε πάνω μου, σαν βαρύ
φορτίο. Ασήκωτο!
«Μας έφεραν στο Κρωμνικό. Πριν
από μας το κατοικούσαν οι Τούρκοι, αναθεματισμένος, δυστυχισμένος όμως κόσμος, το
λέγανε Σαρνίτς. Έρημα σπίτια από ανθρώπους που έφυγαν, σαν και μας. Δεν τα
υπολόγισαν σωστά οι μεγάλοι, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις και τα σπίτια δεν έφταναν για όλους. Μέχρι να
δουν τι να κάνουν μένανε και δυο οικογένειες μαζί. Αργότερα βρήκαν για όλους
σπίτια, αφού έσιαξαν κάτι καλύβες και στάβλους. Εμάς μας έδωσαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού
και μερικά μικρά χωραφάκια. Ίσα- ίσα να βάζουμε λίγο καπνό και να φτιάχνουμε
μπαξέδες. Ο Παναγιώτης, καλά το σκέφτηκες ο παππούς ο Πανίκος, το έκανε παλάτι, «για σένα» μου έλεγε. Έπιαναν
τα χέρια του. Δουλευταράς σε όλα. Με λίγα χρήματα που είχε στη τσέπη του,
αγόρασε ένα άλογο, αργότερα γελάδα, κότες, βρήκαμε κι ένα σκύλο. Δεν μας έλειψε
τίποτα. Φτωχοί στην αρχή, τα πρώτα χρόνια μα είχαμε τα πάντα. Στον πρώτο χρόνο
έμεινα και έγκυος. Γεννήθηκε το δεύτερο παιδί. Μην απορείς το δεύτερο σου λέω.
Γιατί το πρώτο…»
Έβγαλε ένα άσπρο μαντήλι και
σκούπισε το δάκρυ της. Είχε ακόμα κουράγιο να σκουπίζει τα λίγα δάκρυα που
πήγαζαν από τα μάτια της.
«Για στάσου λοιπόν, να σου πω
για το πρώτο. Από πού να ξεκινήσω. Αχ, τόσα τα βάσανα μωρέ, από πού να
ξεκινήσω; Έφταναν ειδήσεις από παντού. Οι τούρκοι είχαν οργανώσει ομάδες πάνω
σε άλογα και μουλάρια και φοβέριζαν τον
κόσμο στου κάμπου τα χωριά. Τον
λήστευαν, τον χτυπούσαν, τον έκλεβαν. Κάποιους τους φυλάκιζαν και όσοι
αντιστέκονταν τους σκότωναν. Σπαρμένα σώματα στα χωράφια. Έπαιρναν τα παιδιά
και τα στρατολογούσαν σαν τουρκόπουλα. Οι μάνες έκλαιγαν, ούρλιαζαν, οι φωνές
τους έφταναν μέχρι τα ψηλά βουνά, έφταναν στα αυτιά μου. Στο χωριό μας άργησαν
να έρθουν. Βλέπεις ήταν χτισμένο, μη νομίζεις λίγα σπιτάκια φτωχικά και πλούσια
μαζί, στο βουνό. Δεν υπήρχαν δρόμοι σωστοί, μονοπάτια, άγρια ακόμα και για τα
άλογα. Για άμαξες και κάρα δύσκολα. Έφταναν ίσα που άρχιζε το βουνό, σε μια
αλάνα δέναμε τα άλογα και τα κάρα κι ύστερα το χωριό με τα σπιτάκια του. Μένανε
ανάμεσά μας και δυο τρεις οικογένειες μουσουλμάνων. Γείτονες χρόνια. Μας ένωνε
το τραπέζι, το καλό φαγητό, το μόνο που θέλαμε ήταν να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε,
να ερωτευτούμε και να κάνουμε παιδιά. Μας εκτιμούσαν και μείς το ίδιο. Άσε που κάνανε και τον σταυρό του. «Ο δικό σας
θεός μου φαίνεται λιγάκι καλύτερος» μου είχε πει μια μέρα η Αισέ. Ο Πανίκος ο
δικός μου άνδρας ήταν γειτονόπουλο. Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί πήγαμε σχολείο, μαζί
τρώγαμε. Πώς να μην αγαπηθούμε! Το έβλεπαν οι δικοί μας, το νιώθαμε και εμείς».
«Στην πρώτη τους επιδρομή, ήμουν
δεν ήμουν δεκαεπτά χρονών. Βολτάραμε με τον Πανίκο σας αγριοκάτσικα στο βουνό, ανάμεσα στα πεύκα
όταν είδαμε τους χωριανούς να τρέχουν σαν τρελοί κατά πάνω μας. «Πίσω- πίσω»
μας είπε ο πατέρας που τραβούσε βιαστικά τη μάνα από τα χέρια. Πιο πίσω οι
γονείς του Πανίκου, τα αδέλφια μου, όλοι τρέχανε. Πανικός, τρόμος, φόβος. Οι
σφαίρες βούιζαν σαν άγριες μέλισσες. Μα δεν μας έφταναν λες και άγγελοι τις
σταματούσαν. Φτάσαμε στη κορφή του βουνού, τριακόσιοι και πλέον άνθρωποι σε μια
σπηλιά. Τη φράξανε θυμάμαι οι άνδρες με βατσινιές και κλαδιά από δένδρα. Γίναμε
ένα με το βουνό. Γλυτώσαμε. Σε μια δυο μέρες κατέβηκε ο πρόεδρος με μια ομάδα
και γυρίσανε ύστερα από … δεν θυμάμαι. Γυρίσανε όμως, όλοι τους και καλά στην
υγεία. «Θα κατέβουμε» μας είπαν. «Θα γυρίσουμε στα σπίτια μας. Τα πράγματα
είναι καλύτερα» Πως γίνανε καλύτερα σε ούτε μια βδομάδα δεν κατάλαβα ποτέ.
Αυτοί όμως ξέρανε. Ήταν οι μεγαλύτεροι, ο πρόεδρος. Γυρίσαμε. Ο Πανίκος
βλέποντας αυτά τα πράγματα και νομίζοντας ότι θα με χάσει σε καμιά έφοδο των
Τουρκαλάδων, ήρθε και με ζήτησε. Με τιμές και δόξες. Οι γονείς του μπροστά και
αυτός ξωπίσω. Ένα βράδυ. Έτσι απλά. Μόλις είχε αρχίσει να ξυρίζεται. Δουλευταράς
όμως. Οι γονείς μου καμιά αντίρρηση. Το περίμεναν εξάλλου. Το μόνο που δεν
γνώριζαν ήταν το πότε. Μας έδωσαν όλοι την ευχή τους μετά χαράς. Γιορτή στο
σπίτι. Και επειδή όλα έγιναν γρήγορα, είπαμε να κάνουμε γλέντι την επαύριον.
Στην αυλή του σπιτιού του Πανίκου. Ήρθε όλο το χωριό. Και τι δεν στρώσανε στα
τραπέζια. Χοιρινό, πισία, βαρένικα, μουχούλια, πιλάφι. Τι να σου πω μωρό μου.
Όλα του Θεού και της Παναγίας».
«Αρραβωνιασμένοι με τον Πανίκο,
μέναμε πότε στο σπίτι του και πότε σε μένα, στο πατρικό μου. Η ζωή μου κυλούσε
ήρεμα τους επόμενους μήνες, έμεινα έγκυος και σκεφτόμασταν τον γάμο. Ο παπάς
δάγκωσε τα χείλια του σαν το έμαθε, αλλά ο πατέρας του το έκοψε. «Έρωτας παπά
μου» είπε, «έρωτας. Άντε να δώσει ο θεός την ευχή του, να τελειώνουμε!»
Γρήγορα- γρήγορα και ο γάμος. Γλέντι τρικούβερτο. Τι να σου πρωτοπώ. Αλλά αυτό
άλλη φορά. Τι γλέντι! Τώρα πρέπει να σου πω για το πρώτο παιδί.»
Μύρισε την τριανταφυλλιά.
Χάιδεψε τα τριαντάφυλλα, τα φίλησε ένα, ένα κι ύστερα με κοίταξε στα μάτια και
ξεκίνησε πάλι η γλώσσα να σπέρνει λέξεις.
«Όταν φύγαμε από το χωριό στον
Πόντο, γιατί έγινε και δεύτερη επιδρομή, κυνηγημένοι στο βουνό, είχαμε ήδη ένα παιδί, αβάπτιστο.
Από την ώρα που γεννήθηκε ήταν άρρωστο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρούνε τι
είχε. Παρ΄ όλα αυτά το προσέχαμε όσο μπορούσαμε. Του δίναμε σιρόπια, έλεγαν θα
γιάνει, αλλά αυτό κάθε μέρα ήταν όπως και τα χθες. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο
χωριό, κακό χρόνο να έχουν και εμείς βιαστικά φύγαμε χωρίς τίποτα στα χέρια να
κρατούμε, δώσαμε το παιδί στους γείτονες. Που να το πάρεις στο βουνό, θα
πέθαινε με μιας, ασθενικό ως ήταν. Μουσουλμάνοι, καλοί άνθρωποι, χωρίς παιδιά,
τουλάχιστον να σωθεί το παιδί. Τους είπαμε να το κρατήσουν, όσο θα λείπουμε και
μόλις ηρεμήσουν και πάλι τα πράγματα, θα γυρίσουμε να το πάρουμε. Η Αισέ
έκλαιγε συνεχώς, με φίλησε, ο Οσμάν έδωσε τα χέρια στον Πανίκο «Μην ανησυχείς»
του είπε «Θα το προσέχουμε σαν να είναι δικό μας παιδί» Σε κείνη την επιδρομή
των άπιστων, χάσαμε και τους γονείς μας. Όταν μαζευτήκαμε στη σπηλιά και
μετρηθήκαμε έλλειπαν. Κανείς δεν τους είδε. Άλλοι είπανε ότι έστριψαν από το
μονοπάτι για την θάλασσα πίσω από το βουνό, άλλοι έλεγαν ότι τους είδαν να
τρέχουν στην Εκκλησιά και άλλοι σώπαιναν. Ότι και να έγινε εμείς δεν τους
είδαμε ξανά. Κι ούτε μάθαμε ποτέ κάτι
για τους γονείς μας. Έκλαψα, κλάψαμε πολύ με τον Πανίκο, μέρες κλαίγαμε. Ώσπου
σώθηκαν και τα δάκρυα. Ξανακατέβηκαν οι προεστοί χάμω με λευκές σημαίες και μαντήλια.
Ένας γύρισε μόνο. Τους δείρανε μέχρι θανάτου. «Να φύγουμε» μας είπε «Να
φύγουμε. Δεν είναι πλέον τόπος για μας» Το χωριό τουρκοκρατήθηκε, μπήκαν στα
σπίτια μας, τα ρημάξανε, ότι σπαρτά είχαμε τα κάψανε, καμιά δεκαριά γέροντες
που μείνανε πίσω τους κρέμασαν στην πλατεία, σώθηκαν μόνο οι οικογένειες των
Μουσουλμάνων. Άρα και το παιδί μου σκέφτηκα. Την άλλη μέρα όλοι άρχισαν να κατηφορίζουν το μονοπάτι για
την θάλασσα πίσω από το βουνό. Ανάμεσα στα πουρνάρια και τους αγκαθωτούς
θάμνους. Θα περίμεναν έλεγαν πλοία και βάρκες να τους πάνε στο Βόσπορο κι από
κει στην Ελλάδα. Πλοία των συμμάχων. Δεν καταλάβαινα και πολλά, αλλά αφού είναι
δικοί μας για το καλό μας θα είναι».
«Κοιταχτήκαμε στα μάτια με τον
Πανίκο. Θα φεύγαμε και εμείς. Όχι όμως χωρίς το παιδί μας. Πάτε εσείς είπαμε
στους άλλους και θα σας προλάβουμε. Δεν άκουγα τίποτα. Θα κατέβαινα κάτω, θα
έπαιρνα το παιδί μου, θα μας βοηθούσε και ο Οσμάν με την Αισέ και θα φεύγαμε
για την Ελλάδα. Μπροστά εγώ, πετούσα, ήθελα να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
«Στάσου» μου φώναξε ο Πανίκος «μια στιγμή. Έτσι θα μας καταλάβουν. Άσε να
βρούμε τούρκικα ρούχα και βλέπουμε» Περιμέναμε μέσα στη νύχτα, κινιόμασταν σαν
φαντάσματα στο χωριό, βρήκαμε στο πρώτο σπίτι απλωμένα ρούχα, τα φορέσαμε και
κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι του Οσμάν και της Αισέ. Φώτα παντού, κλάματα,
φωνές, θρήνοι. Έτρεξα από την πίσω πόρτα, είχε προλάβει ο Πανίκος, μιλούσε με
τον Οσμάν, με κοίταξε, κατάλαβα, έπεσα κάτω, έχανα την ανάσα μου, θόλωσα. Έλεγα
που είναι ο Θεός, γιατί, έλεγα που είναι ο καλύτερος Θεός μου, χτυπούσα το
στήθος μου. Με σήκωσε ο Πανίκος και μας έβαλαν στην κουζίνα. Ήρθε η Αισέ, έκανε
καφέ, μου έβρεξε το πρόσωπο, καλά να είναι και μου είπε. «Δεν μπορούσαμε να
κάνουμε κάτι. Ήταν τόσο βιαστικό. Σαν όνειρο» Με αγκάλιασε, την αγκάλισα, τη
φίλησα. Δεν μας χωράει όλους ο τόπος αυτός μας είπε. Άντε να πάτε στο καλό. Να
σωθείτε. Κι έτσι έχασα και τη φίλη μου. Την Αισέ.
«Ήταν το παιδί μας, το πρώτο μου
παιδί. Δεν άντεξε στον κόσμο τούτο. Μας άφησε όπως το αφήσαμε και μεις. Και
έφυγε χωρίς όνομα. Σαν να μην ήρθε ποτέ στον κόσμο. Έκλαψα, έκλαψα, ποια μάνα
δεν θα έκλαιγε για το πρώτο της παιδί. Ξεκόλλησε ένα κομμάτι από μέσα μου.
Έσπασε η καρδιά μου. Όμως ο Παναγιώτης εκεί δίπλα μου. «Μην βαλαντώνεις κορίτσι
μου» θα κάνουμε άλλα! Και κάναμε άλλα επτά παιδιά. Γέμισε η αυλή από παιδάκια.
Γέμισε η αγκαλιά μου. Πήραμε το αβάπτιστο νεκρό παιδί μας και μας έδωσε ένα
μουλάρι ο Οσμάν. Ανεβήκαμε στο βουνό, χωθήκαμε στη σπηλιά. Δεν μιλιόμασταν για
μια μέρα ολάκερη. Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι και το νεκρό παιδί δίπλα. Μέσα σε
ένα τελάρο. Μέσα σε μια κουρελού. Όταν ξύπνησε ο Πανίκος με είδε να ανάβω φωτιά
στην είσοδο της σπηλιάς. «Τι κάνεις. Θα μας πάρουνε χαμπάρι» Θα κάψω το παιδί
μου του είπα, θα πάρω τις στάχτες του μαζί μου. Δεν μπορώ να το κουβαλώ. Θα το
πάρω μαζί μου σε ένα μποξά.
Ούτε που μου έφερε αντίρρηση. Είχα χάσει τα λογικά μου. Άρχισε να μυρίζει ο
τόπος γύρος ανθρώπινη σάρκα, να μαυρίζει ο ουρανός, να θολώνει το μάτι μου. Ότι
απόμεινε, περίμενα υπομονετικά να κρυώσει. Ο Πανίκος έστριψε αλλού το κεφάλι.
Έβαλα τη στάχτη σε ένα μποξά, τον τύλιξα με ακόμα ένα κι ύστερα μέσα σε ένα
ασκί έβαλα το παιδί μου. Εγώ το γέννησα, εγώ το έκαψα, εγώ θα το κουβαλώ τον
μπόγο του είπα.»
«Μην στα πολυλογώ, ήρθαμε στην
Ελλάδα και κάποια στιγμή μας έφεραν στο Κρωμνικό. Από την πρώτη στιγμή
ανακάτεψα τη στάχτη και …»
Κόμπιασε για μια στιγμή, με κοίταξε όπως κοιτάζουν τον Θεό, με φόβο κι
ελπίδα και συνέχισε
«Ανακάτεψα τη στάχτη με κοπριά και
έσπειρα μια τριανταφυλλιά. Αυτή εδώ που βλέπεις. Και χρόνια τώρα μου κάνει τα
ομορφότερα και τα πιο ευωδιαστά τριαντάφυλλα. Ποτέ δεν τα κόβω, μόνο τα μυρίζω.
Τα αφήνω να μαραθούν μόνο τους. Κι όταν μαραθούν τα αφήνω να πέσουν στη γη, τα
μαζεύω και κάνω λίπασμα. Κι ύστερα φυτεύω κι άλλες γλάστρες. Όλη μου η ζωή η
στάχτη στη Τριανταφυλλιά, αγόρι μου. Αγγελούδι μου που χάθηκες, χωρίς να χαρείς
τη μάνα σου, τον πατέρα σου. Πως σε αφήσαμε, πως μας άφησες. »
Δάκρυα πικρά από τα μάτια της. Δάκρυα βαριά.
«Στο χρόνο πάνω γέννησα το δεύτερό
μου παιδί τον Κώστα. Το πρώτο στην
Ελλάδα. Μεγάλωνε μια χαρά. Αρρώστησε άσχημα όμως και αυτός. Είπα αυτό δεν θα το
έχανα. Ο Παναγιώτης από πολύ πρωί, έλειπε στα χωράφια με το άλογο. Ήμουνα
νηστική εκείνη τη μέρα, δεν είχα φάει τίποτα. Φόρτωσα το παιδί τυλιγμένο με μια
κουβέρτα στον ώμο και κατηφόρισα προς τη Γαλάνη. Από εκεί θα πήγαινα στους
Τοξότες και μετά στη δημοσιά για τη Ξάνθη. Έπρεπε να το δει γιατρός. Υπολόγισα
ότι σε 4 με 5 ώρες θα έφτανα. Τέτοια θέληση είχα και τέτοια πίστη. Αν έβρισκα
και κανένα κάρο στο δρόμο ακόμα καλύτερα. Όμως εξαντλήθηκα. Όταν έφτασα στο
μονοπάτι δίπλα από το ποτάμι, τον Νέστο ντε, δεν είχα άλλες δυνάμεις.
Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω, τα μούτρα μου γέμισαν χώμα. Το φόρεμα γέμισε λάσπη. Είχε
αρχίσει να ψιχαλίζει. Σαν να με ακολουθούσε ο θάνατος. Έχανα το φως μου, νόμιζα
πως θα πεθάνω. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σε κείνη τη στάση. Μπορεί και να με
πήρα ο ύπνος. Δεν θυμάμαι καλά. Ξύπνησα από το κλάμα του Κωστάκη. Είπα: Παναγία
μου σώσε εμένα και το παιδί μου. Μην αφήσεις να πεθάνει και τούτο. Άρχισα να κόβω χόρτα, να σκάβω με τα χέρια μου
και να βγάζω ρίζες από μικρά δένδρα, θάμνους και να τα μασάω. Άλλα έφτυνα άλλα
έτρωγα. Πόνεσε το στομάχι μου. Έψαξα τις τσέπες μου και βρήκα δυο μαραμένα
τριαντάφυλλα. Τα όμορφα τριαντάφυλλα του
πρώτου μου παιδιού. Στυλώθηκα. Κατέβηκα
πιο κάτω στο ποτάμι, έπλυνα το πρόσωπο του παιδιού, το δικό μου, ήπιαμε νερό,
ξεδιψάσαμε, φούσκωσε η κοιλιά μας και φτάσαμε στους Τοξότες. Η Παναγιά έκανε το
θαύμα της. Βρήκαμε έναν χωρικό που πήγαινε Ξάνθη, μας κατέβασε στο νοσοκομείο.
Ιλαρά, βαριάς μορφή Ιλαρά, είχε το παιδί, υψηλό πυρετό. Το κάμανε καλά. Δεν
είχε την τύχη του πρώτου. Μα είχε κακή τύχη αργότερα. Θα σου πω άλλη φορά.
Γράψε τώρα ότι γέννησα συνολικά
οκτώ παιδιά. Ένα που άφησα πίσω στο Πόντο και πέθανε, χωρίς όνομα, τον Κώστα,
τη Σοφία, τον Χρήστο, τον Αχιλλέα, τον Γιώργο, τη Μαρία και τη Βασιλική. Και
για όλους έχω να σου πω και μια ιστορία, όχι όμως σήμερα, μα όταν ξανάρθεις,
έτσι μωρό μου;»
Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρα το μπλοκάκι και το στυλό, της φίλησα
το χέρι και το μέτωπο. Σήκωσε το ποτηράκι με την μέντα και ήπιε μονορούφι το
υπόλοιπο.
«Καλό απόγευμα γιαγιά Σοφία. Θα ξανάρθω αύριο»
· Πανικάβα:
Η γυναίκα του Πανίκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου