Έτρεχε να προλάβει την ύστερη σφαίρα μην φτάσει στο στήθος.
«Θέλω να τη κρατήσω στη χούφτα μου» έλεγε «να αισθανθώ τη κάψα της,
την ορμή του θανάτου καθώς διαπερνά την ανάσα»
Έτρεχε να προλάβει ένα μπουκέτο λουλούδια στη ξώπορτα
κι ένα τελευταίο μαύρο χελιδόνι που έφευγε στα ξένα.
«Θέλω να γευτώ το αγνό αίμα της θυσίας» έλεγε
και μοίραζε τους καμένους ήλιους που κούρνιαζαν στα φυλλοκάρδια του.
«Ποιος σκελετός» αναρωτήθηκε «κρατά το μυστικό στα δίχτυα του
και τούτο το αστέρι γιατί λαγοκοιμάται στην αυλή του σπιτιού μου;»
Δεν υπάρχει μαχαίρι που να σκορπά γλυκά τον θάνατο!
Έφτασε γυμνός και τα χέρια του τρέμουν καθώς σφουγγίζει την Άνοιξη
κι ένα γαρούφαλλο στολίζει στεφάνη τη μνήμη.
Πλάγιασε στις δασιές πλαγιές του Καραβά, ψηλά στον Πενταδάκτυλο.
Χαιρέτησε την αιώνιο θλίψη, τη σκιά της πολέμου που φοβότανε,
κι είπε: «έτρεξα, σώθηκα, έφτασα και τώρα φεύγω να ζήσω ακόμα πιο πέρα»
Σημείωση: Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄ βραβείο στον 14ο παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ποίησης του ΕΠΟΚ (2024)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου