ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ
Τα δικά μου πέλματα.
Πέλματα των ευγενικών εποχών,
της εκφραστικής Άνοιξης,
του αμήχανου Καλοκαιριού,
του μαραμένου Φθινοπώρου,
του γοητευτικού χειμώνα,
το απαλό χρώμα της σκιερής Πατρίδας.
κι επιστρέφω το αφελές βλέμμα
μικρό
μα εκείνο το αφελές βλέμμα
που κοιτά βαθιά στην αθώα ψυχή.
στην πικρή ξενιτειά
που τελικώς αδίκησα.
ο ήλιος πύρωνε τις άσπρες πέτρες στο στεγνό ρέμα.
Και όλοι μας αναζητούσαμε μια πόρτα στο ρέμα.
πετούσε μια πεταλούδα
έτοιμη να σκάσει από την ζέστη
και τον ιδρώτα της ξενιτιάς.
μια πόρτα
ένα όνειρο
που έκλεινε κάθε που φαινότανε
να έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα,
ο χωροφύλακας με το πηλήκιο
και ο δάσκαλος με την βίτσα.
ο πατήρ Αντώνιος
κάποιο απόγευμα
στην περιοχή του Πέγκου.
Ανάμεσα από τους χασλαμάδες,
δίπλα από τα τσίγκινα ποτιστήρια
και τις γούρνες με το καθάριο νερό
και στο βάθος οι βδέλλες.
κατά τους πρεσβύτερους χρόνους,
θυμάμαι
πως είχαν καταπιεί και πέντε έξι παιδιά
από ανεύθυνες μάνες.
φώναξε με σπαραγμό:
«Ας έπαιρνε ο θεός εμένα»
πως έτσι κρατάει την τάξη ο θεός.
Πρώτα ταξιδεύουν οι γονείς και
μετά τα παιδιά τους.
οι πρωτοσύγκελοι.
που στην σκέψη μου
ένα κουβάρι πίκρες ξετυλίγονται
φτάνει ένας λόγος από το χθες
καβάλα σε μια μνήμη.
Κοίταζε το μέλλον να βρει ένα πρόσωπο που πρόδωσε.
να σκάψτε βαθιά τον τάφο μου που πρόκειται ν΄ ανοίξω
για να κάτσω οικειοθελώς
μέσα σε μια ζωγραφισμένη νεκρό κάσα.
Ψηλά, ανάμεσα στους δυο λόφους και το Κορφοβούνι
όπου η δική μου γη κι η γη των προγόνων μου μεγαλώνει
όσο και οι παπαρούνες του κάμπου.
Εκεί στην μέση των ριζών της παρηγοριάς και του πόνου
θα απαλύνει ο θάνατος με βότανο τον εξοστρακισμό μου
σε κείνο το υπόγειο ρέμα που οδηγεί
στις λευκές ασίγαστες κατοικίες των ανθρώπων.
για να μην δω τα δάκρυα που θα πέφτουνε
ψιχάλες ψεύτικες και τα όρνια της υπογείου
έτοιμα για ένα κυνηγητό της καμένης σάρκας.
Αχ- Αχ παντού απλωμένα, στις πευκοβελόνες
στα φύλλα της μολόχας και του βασιλικού
που πλάκωσε το διπλανό μνήμα και θέλει ξεχορτάριασμα.
εγώ θα καταραστώ.
Μέσα από το ξύλο θα βγει μια κραυγή
όμοια η κραυγή ενός λύκου που δεν χόρτασε
την ζωή να κυνηγά μέσα στα καλαμπόκια και τα καπνοχώραφα.
Και να πω ζωντανός ακόμα ότι
σαν δεν μου δόθηκε φωνή στους ζωντανούς
ας έχω φωνή στους πεθαμένους.
καθώς σφίγγουν τα κόκκαλα των ποδιών από το γονάτισμα.
Μέσα από την πίκρα στο στόμα
κατράμι στα δάκτυλα με τα ματσάκια φύλλων καπνού
Δέκα- δέκα δίπλα από τις ρίζες
που αναδύονται από τα στόματα ταλαίπωρων χωρικών
όπου πατείς και όπου σπέρνεις και θερίζεις,
αιφνιδίως θα γράψω μια διαθήκη.
Θα τ΄ αφήσω.
που αλυσίδα θα είναι τα χέρια των συγγενών, των φίλων και
κείνων που θα έρθουν να δούνε αν θα χει πολύ κόσμο η κηδεία
και τις υπογραφές των στεφανιών
από χρησιμοποιημένα γαρύφαλλα άλλων πεθαμένων και άλλων κηδειών,
αιφνιδίως θα γράψω μια διαθήκη.
Αίμα η βροχή
Νερό το χώμα
Και το σκουλήκι εγώ
Το φίδι εσύ
Που θα κρατάς το φτυάρι.
ακόμα πιο όμορφοι αυτοί που με αγάπησαν.
*
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
μικρός μεγάλος, έχει άραγε σημασία
έγραφα, έγραφα
και να που δεν έγινε και καμιά αλλαγή.
ξέφυγε από αυτά τα μολύβια και τα τετράδια»
ακόνιζε στην φωτιά
την βίτσα της,
κι έγραφα, έγραφα.
δεν ξέρω ν΄ απαγγέλω ποιήματα
θυμούμενος τα χελιδόνια και τους
πελαργούς που μας έφερναν την Άνοιξη.
στο γήπεδο που έπρεπε να περάσεις
χωρίς να φοβηθείς τους κοιμισμένους
του νεκροταφείου.
Κάποιοι λέγανε πως γυρνούσανε,
τα βράδια και κουνούσαν τις συκιές
πίσω από τα στενά περάσματα
στους μικρούς δρομάκους και τις σκοτεινές γειτονιές.
από τον αγροτικό γιατρό
δώσανε το κάτι τι τους
μαζί και το κουράγιο για μια
καλύτερη ζωή
και το αύριο που μπορούσε
Πανάθεμα
να περιμένει.
κι ύστερα στο κορμί που σπαταλήθηκε
στα χωράφια και στους κάμπους.
γιατί;
καλή μου μάνα σε εκλιπαρώ
θα ταξιδέψω
θα φύγω για τα ξένα
και ακόμα δεν θα το χεις κάνει
να κρατάς
τον κόσμο όλο.
στο στόμα των ανθρώπων;
Η καρδιά σου να χτυπά χωρίς σταματημό
Τα δάκρυά σου να στεγνώνουν πάνω σε πέτρες και όπλα.
Τα χέρια σου να φτυαρίζουν την ειρήνη;
Που είναι τα παιδιά σου;
κι ακόμα σκουπίζουν απ΄τα χείλη το αίμα σου.
Η καρδιά τους σταμάτησε να χτυπά
Κι ακούγονται μονάχα οι καμπάνες πένθιμα.
Τα δάκρυά τους κρύφτηκαν ποτάμι ολόκληρο.
Πίσω απ΄ τις κόγχες.
Δεν έγιναν ποτέ καταρράκτης,
ελέω μιας στεγνής σφαίρας που έφραξε τον δρόμο τους
και τα χέρια τους μάνα;
Τα χέρια τους που σήκωσαν σημαίες
τώρα στην στάση της υπόκλισης μέσα στο νέο σπίτι.
Τι μικρό μάνα τούτο το σπίτι!
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.
κουφέτα έχω απλώσει, (νύχτα) σφαίρες κενές.
Δεν μιλώ για ημέρες που θεός θα μας βάλλει
να χορεύουμε σπίθες, σ΄ απλωμένες φωτιές.
είναι πόνος σε πόνο που δεν έχει γιατρειά
σαν την αύρα που απλώνει στα μαλλιά σου ένα χάδι
και πριν ξημερώσει είναι στάλα, δροσιά.
στου πολέμου την νίκη. Κι ένα άστρο που ήρθε,
λαβωμένο απ΄ του εχθρού την ολόχαρη σπάθη
σαν χνώτο σε τζάμι, απ΄ το στόμα σου απήλθε.
και στα δάκτυλα έπλεξαν. Πόσο δύσκολο είναι
τους εχθρούς να δεχτείς - που κι αυτούς τους μισήσανε-
Κυριακή σε τραπέζι. «Γιε μου αστέρι έλα δίπλα και μείνε,
να στεγνώσει στο σύρμα, που κουρνιάζουν πουλιά
πριν μετρήσω τις σφαίρες και δω πως μου λείπει
μια θα αστράψει και θα φύγουν μακριά».