[1]
Αν θέλει, τι να πει ο ποιητής,
παραλείπει τα αποσιωπητικά.
Εμπόδια είναι.
Πλην της στιγμής που μεταναστεύει!
Γέλασε.
Κατηγορήθηκε πολλάκις ως βιαστής λέξεων.
Καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών.
Θάνατος μαζί με τις λέξεις.
Δήλωσε αθώος!
Καίγεται στην κόλαση.
Έτσι τον θυμούνται οι περισσότεροι
στο καφέ της πλατείας
όπου γλεντοκοπούσαν οι διανοούμενοι
κι άλλα λεβεντόπαιδα της τέχνης.
Όταν σιωπούσε, ένα πουλί κελαηδούσε.
Όταν απήγγειλε, σιωπούσε η φύση.
Όταν πέθανε, έβρεξε λάσπη.
μπήγοντας το μαχαίρι στη πλάτη του.
Μα όσο κι αν προσπαθούσε, αποτύγχανε.
Έτσι το κάρφωσε στη καρδιά του.
γιατί καθότανε πάνω στο λευκό μάρμαρο ενός τάφου.
Του τάφου του!
δεν ακούω,
δεν απαντώ,
σιωπώ.
Ζω στο σώμα μου.
Είμαι Ποιητής!
Α - λιθοβόλητη.
Του ζήτησε συγνώμη.
Αφαίρεση, πρόσθεση.
Χώμα και νερό.
Πράξεις της γέννησης.
Ιδού ο ποιητής!
Θηλιές ανθρώπων.
Δάκτυλο - δεικτούμενοι.
Ο μόνος αθώος αυτός!
Να ονειρευτεί αδύνατο.
Μόνο στην ηρεμία του κενού.
Ποθεί,
θα υποστήριζε,
ως μια ανείπωτη ηδονή,
τη σύνθεση του ωραιότατου στίχου.
και σκέφτεται την απογοήτευση
στο βλέμμα των κληρονόμων.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ποιήσεις!