Περίμενα είν' αλήθεια ν ακούσω τις σειρήνες,
να τραγουδούν τη προδοσία όπως επικράτησε να λέγεται
κείνος ο κουρνιαχτός και η ασέληνη νύχτα.
Μα τις άκουσα,
ναι τις άκουσα, να στριγλίζουν, τσίτσιδες, ξεδιάντροπες και πολεμοχαρείς,
λίγο πριν πυρωσει ο ήλιος.
Κι ούτε κατάλαβα, τυφλός ων και ασθενής στη μνήμη και στα έργα,
καθώς έπλενα τις πατουσες στον Πεδιαιο και στα νερά του Γιαλιά.
Κι ούτε κατάλαβα, τυφλός ων και ασθενής στη μνήμη και στα έργα,
καθώς έπλενα τις πατουσες στον Πεδιαιο και στα νερά του Γιαλιά.
Πάνω στου Κικκου στις κολυμβήθρες, ένιψα τις παλάμες.
Θεέ, ας μην μολύνω τις γεννιες που θαρθουν,
με τα βδελυρά ανομήματα μου.
Μα κι αυτές - τις γεννιές και τα γεννήματα -
τις είδα ασυγκίνητες,
τα είδα, καλοκαίρια ξένοιαστα.
Σημαίες στις ξεροληθιές να φέγγουν,
τα βράδυα στη θέση των άστρων.
τα είδα, καλοκαίρια ξένοιαστα.
Σημαίες στις ξεροληθιές να φέγγουν,
τα βράδυα στη θέση των άστρων.
Κίβδηλες στο χρόνο σειρήνες, μια όχληση στην καυτή μέρα.
Έβαλαν ωτο- ασπίδες οι γεννιές και τα παλλικαρόπουλα.
Να αντικρούσουν τον εχθρό, σε τούτη την επάρατη σχέση.
Και σε μένα τον δύσμοιρο να θέσουν το σαθρό δίλημμα:
Ποιον δρόμο πια ν ακολουθήσω!
Οι μνήμες μ ένα μαύρο πέπλο συγκίνησης έσκαγαν στην άσφαλτο.
Λιποτακτούσαν, αλλόφρονες γελειότητες,
από ανεκπλήρωτες διαμαρτυρίες σε επωδούς δακρύων.
Που καιρός για τέτοια.
Που καιρός για λάβαρα και ταμπουράδες.
Καιρός για λήθη.
Σμύρνα και λιβάνι
στους αγνοούμενους νεκρούς και στους νεκρούς αγνοούμενους.
Έτσι κι αλλιώς η πράσινη γραμμή,
μίτος ενός λαβύρινθου,
κλωστή των εγκαινίων αιώνιας θυσίας,
είναι,
για κρυψίμους γραμματείς και λαοφιλείς Φαρισσαιους.
για κρυψίμους γραμματείς και λαοφιλείς Φαρισσαιους.
Ο Ισκαριώτης κάθε τόσο μ΄ένα λάγνο φιλί
προδίδει την προσφιλή πατρίδα και τους προς σφαγή αμνούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου