στη Φανούλα
Το παρακάτω ποίημα γράφηκε με αφορμή ένα γάμο, μιας συνεσταλμένης, καταπιεσμένης ψυχικά γυναίκας του χωριού μου, του Στρυμονικού Σερρών. Η γυναίκα αυτή τη πρώτη νύχτα του γάμου για άγνωστους λόγους εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη. Έκτοτε, όπως και πριν, ζούσε στη μικρή παράγκα μαζί με τη γιαγιά της, στην ίδια γειτονιά με την οικογένειά μου. Αργότερα, μετά το θάνατος της γιαγιάς της, έμενε σε συγγενικά σπίτια, σε άσυλα, γηροκομεία, κτίσματα εκκλησιών, μέχρι που παρέδωσε το πνεύμα της, κοιμήθηκε και χριστιανικά ηρέμησε! Θεωρώ ότι η "κοίμησή" της ήταν το θεϊκό δώρο που περίμενε η ψυχή της για να γλυτώσει από την καταφρόνια και την περιθωριοποίηση του χρόνου και των ανθρώπων.
Καλοκαιράκι φύσηξε, χτενάκι στα μαλλιά της.
Το νυφικό μια Κυριακή, στόλιζε η γιαγιά της.
Πως την μεγάλωσε εκεί; Σε ένα χαμοσπίτι.
Ψίχουλα έδινε σ ΄αυτή, όμως και στο σπουργίτι.
Μα τράνεψε και έφτασε, ο χρόνος να την ζώσει,
μ΄ ευχές την έντυσε ζεστά, σ΄έναν γαμπρό να δώσει.
Ότι πολύ την πόνεσε, ανοίγει το τεφτέρι,
χάδι στο χέρι της ζωής, που εγγόνια θα της φέρει.
Ο γάμος βράδυ έγινε, η εκκλησιά γεμάτη,
κάνανε τάμα οι χωρικοί, να μην τους πιάσει μάτι.
Το νυφικό κρεβάτι της, στα μαύρα τυλιγμένο
και η τιμή της κόρης μας, τσεμπέρι ήταν δεμένο.
Κάποια αστέρια φώναξαν, την κόρη να γυρίσει.
Μα η κόρη έτρεχε πολύ, ποιος να την σταματήσει.
Κράτησε μέσα την τιμή, στο σώμα όμως θαμμένη
με το σεντόνι φάνηκε, στο βάθος τυλιγμένη.
Τα χάδια απ΄ της γειτονιάς το χέρι, αγκαθάκια.
Αφήνανε τα δάκρυα, υγρά περιστεράκια.
Χώθηκε μες στα κλάματα, στην μαύρη αγκαλιά της,
κι έζησε στην παράγκα της, μαζί με τ΄όνειρά της.
Φανούλα κάποιοι είπανε, πως ήταν τ΄ όνομά της
μα τώρα φως στον ουρανό, μαζί με τη γιαγιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου